Οδηγίες!!!

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Η Διακονιάρα



Μια ιστορία από τα αλλοτινά που μοιάζει με τα τωρινά.

     Ήταν από τα διπλανά χωριά. Κυρά  Ρήνα με τ’ όνομα. Αρχόντισσα και αφέντρα στον 
τόπο της. Έμενε σε διώροφο πλούσιο σπίτι με πολλά μπαλκόνια και ψηλά παράθυρα, 
με μεγάλη πλακοστρωμένη αυλή, κυκλωμένη από κηπάρια και περιβόλια. Είχε 
κτήματα, βιός και ζωντανά, να όμως που η τύχη δε στάθηκε καλή μαζί της. Ο άντρας 
της σκοτώθηκε στον πόλεμο και έμεινε χήρα με τα δυο της τα παιδιά στην αγκαλιά
 Και εκεί που πάλευε να τα μεγαλώσει, κάηκε και το σπιτικό της. Πήρε φωτιά ο 
μπουχαρές, άναψαν τα πατώματα και τα κεντημένα ταβάνια της κρεβάτας και σε λίγα 
λεπτά το αρχοντικό έγινε στάχτη. Να ναι καλά ο μπάρμπα-Γιώργος, ο γείτονας, που 
κουκουλώθηκε με τη βρεγμένη κάπα, ρίχτηκε μέσα στο καμίνι και τράβηξε τα παιδιά 
που κοιμόνταν στη σαρμανίτσα φασκιωμένα, έξω από τη φωτιά και έτσι δεν τρίτωσε 
το κακό.
Από τότε η κυρά Ρήνα τα χει χαμένα. Έκανε τα αδύνατα δυνατά να σταθεί όρθια. Δεν 
τα κατάφερε. Ανώφελα τη λησμονιά ζητάει. Τη δίπλωσε η ζωή, παραδόθηκε στις 
δυσκολίες της, πειράχτηκαν τα νεύρα της, λάθεψε το μυαλό της. Η λογική της φευγάτη. 
Μετρημένες φορές τη βλέπεις στα καλά της. Τα παιδιά της μεγάλωσαν 
σταορφανοτροφεία και μετά ξενιτεύτηκαν. Εκείνη με σαλεμένο το νου της  έμεινε στο 
χωριό, παρέα με τη φτώχεια και τη γκρινιάρα γάτα της που και αυτή μόλις κατάφερε να
 γλιτώσει απ’ τις φλόγες.
Τα σακάτικα χρόνια περνούν και η ζωή ξεχνιέται στην αχλή του χρόνου. Η Ρήνα ζει 
στα χαλάσματα του αρχοντικού έχοντας για συντροφιά τους καμένους  τοίχους και τη 
μοναξιά της. Μιλάει με τις ώρες και, όταν τη ρωτάς με ποιόν τα λέει, εκείνη αναστενάζει 
μέσα απ’ τα σπλάχνα της και απαντάει με καημό μεγάλο χωρίς καν να σε κοιτάει: « Τα
 λέω με τη μοίρα μου, αυτή μόνο έχω συντροφιά, όλα τα έχασα. Άντρα, σπίτια, παιδιά 
και μυαλά μαζί». Βάζει τα κλάματα, μετά χαζογελάει, σφουγγίζει τα δάκρυά της με ένα 
λερωμένο μαντήλι που βγάζει από τον κόρφο της και πάλι χάνεται στον κόσμο της. Σε 
ταραγμένη λίμνη δεν καθρεφτίζονται τ’ άστρα. Τίποτε δεν απόμεινε στερνή 
παρηγοριά. Οι περιστάσεις της ζωής τής έκλεψαν από το βλέμμα τη χαρά και το 
χαμόγελο από τα χείλη.
Μικρόσωμη, αδυνατούλα, καμπουριασμένη από τα χρόνια που κουβαλάει στη ράχη
 της και καμένη από το χάρο και τη φωτιά, σεργιανάει στους δρόμους  ζητιανεύοντας 
ένα κομμάτι ψωμί. Το καλοκαίρι μες το ηλιόκαμα, το χειμώνα μες το κρύο και την 
παγωνιά, την άνοιξη μες τη βροχή και τη λάσπη, ποτέ δε ζεστάθηκε, ποτέ δεν κρύωσε,
 ποτέ δεν αρρώστησε. Εκεί στο ίδιο μέρος δίπλα από τα αποκαΐδια του δίπατου, με τη
 βοήθεια όλων, έφτιαξε το καινούριο κονάκι της. Ένας πετρόχτιστος ενιαίος χώρος με
 βριζάλα σκεπασμένος  χωρίς ταβάνια και πατώματα. Για εξώπορτα έχει πεντέξι 
αραιά καρφωμένες σανίδες, η μια εξεπίτηδες κομμένη  κοντότερη στην κάτω μεριά, 
αφήνει παραθύρα για να μπαινοβγαίνουν η γάτα και οι δυο τρεις κοτούλες της. Το 
παράθυρο σιδερένιο με τζάμια μαύρα από την κάπνα και η μαντζαλούδα 
μισοσπασμένη για να βγαίνει ο καπνός και να μην ντουμανιάζει ο χώρος από τα 
αναμμένα κούτσουρα. Στη μια αγκωνή ένα στρώμα με άχυρα, ένα λιωμένο 
προσκέφαλο, μια παλιά βελέντζα αφημένα ανάκατα πάνω στην παλιόψαθα, λίγα αγγιά
  αναποδογυρισμένα στο πεζούλι, και στην άλλη η  αγωνίστρα, η γάστρα με την 
κρεμαστάλα  και δίπλα η πυροστιά με το κακκάβι γεμάτο σταλαμονέρια. Αυτά τα 
λιγοστά είναι όλο κι όλο το νοικοκυριό της που εξυπηρετεί τις πρώτες ανάγκες της.
Έξω, αριστερά της πόρτας, όπως μπαίνεις, υπάρχει μια παλιά ντενεκεδένια βρύση 
κρεμασμένη στον τοίχο, για να πλένει τα χέρια και να λούζεται, όταν οι ψείρες 
παραφορτώνονται στο κεφάλι της. Καμιά δεκαριά ζαλίκια από πουρναρότουφες 
αφημένα στην αράδα ξεχωρίζουν την επάνω πλευρά της αυλής από το κτήμα του 
γείτονα και άλλα τόσα αποκόβουν την κάτω πλευρά από το δικό της χορτολίβαδο. 
Παλιά, δίπλα στο αχυροκάλυβο, είχε μια γίδα και κανα δυό μανάρες προβατίνες για το
 γάλα. Χρειάστηκε όμως λεφτά να επισκευάσει τη σαπισμένη στέγη που έμπαζε νερά 
και τα πούλησε τα ζωντανά.
Τυραγνισμένος άνθρωπος. Μπεζέρισε τη φτώχεια. Όλο τον καιρό τα ίδια ρούχα 
φοράει. Άσπρη μαντίλα στο κεφάλι, το τριμμένο σιγκούνι περασμένο στις πλάτες της, 
ένα μακρύ σταμπωτό φουστάνι με πολλές δίπλες και κάμποσα μπαλώματα,  ένα 
ζευγάρι βλαχόκαλτσες με μήλο στην κορυφή, παλιοπάπουτσα χωρίς κορδόνια – τις 
περισσότερες φορές ανάποδα βαλμένα, μια καινούρια ποδιά με δύο μεγάλες τσέπες,
 στη μέση ζωσμένη - απόκτημα των τελευταίων ημερών από κάποια καλή γειτόνισσα
 - το ροζιάρικο ραβδί στο δεξί χέρι για στήριγμα, το ταγάρι που, όταν είναι αδειανό, το 
κρεμάει στον ώμο και όταν είναι γεμάτο, το φορτώνει στις πλάτες της, 
σκυφτοπερπατάει ατέλειωτες ώρες με στόχο να διαβεί τα μονοπάτια που σμίγουν τα 
χωριά και τους μαχαλάδες, παρακαλώντας τον κόσμο  για λίγη ελεημοσύνη.
Άκακο πλάσμα η διακονιάρα μας. Όλοι γνωρίζουν την ιστορία της. Κανένας δεν τη 
μάλωσε και ποτέ κανένας δεν την περιγέλασε. Η βάβω, η Μήτραινα, όταν η Ρήνα 
κάνει μέρες να περάσει από το σπιτικό της, ανησυχεί, φοβάται, βάζει κακό στο νου 
της. Να χάθηκε, να την έφαγαν τα όρνια στους δρόμους, τις νύχτες που γυρίζει; Και κει,
 που συνηθίζει την αγωνία,  χτυπάει το μάνταλο της εξώπορτας και μια βραχνή, 
εξασθενημένη από  την κούραση, φωνή ακούγεται. « Κυρά άνοιξε. Η Ρήνα είμαι. Η 
Ρήνα η διακονιάρα. Μια χαψιά ψωμί θέλω και λίγο νερό στη καράφα για το δρόμο. 
Έχω πολλές ώρες περπάτημα μέχρι να φτάσω στα λατομεία. Πάω να δω τον άντρα 
μου που κόβει πέτρα με τη βαριά, για να φτιάξουμε το σπίτι». Ο καθένας με τον 
ξέχωρο καημό. Οι μισές κουβέντες λογικές, οι άλλες μισές φευγάτες. Για ποιον άντρα
 μιλάει η καψερή; Τα κόκαλά του λιώσανε στα βουνά της Αλβανίας, άταφος, χωρίς να 
ανάψουν κερί για να αναπαυτεί  η ψυχή του, χωρίς λιβάνι και ψάλσιμο παπά. Τον 
έφαγε καυτό βόλι του εχθρού στον πόλεμο. Οι πεθαμένοι όμως δεν γίνονται μέτοχοι 
στη ζωή. Ολομόναχη πορεύεται η καημένη.
Ακουμπισμένη στο πλατύσκαλο της εξώπορτας περιμένει τη βοήθεια από τη βάβω. 
Πάντα την πρόσεχε, όλο τη φρόντιζε την  ταλαιπωρημένη  Ρήνα η καλόψυχη 
γιαγιούλα. 
Ήταν και τούτη χτυπημένη από το χάρο. Στον προηγούμενο πόλεμο της Μικράς Ασίας 
είχε χάσει το δικό της άντρα και ήξερε από φτώχεια και ορφάνια. Έδωσε στη Ρήνα 
ψωμί,τυρί, νερό και της έβαλε να φάει ένα βαθουλωτό πιάτο φασουλάδα για να ναι 
χορτάτη και να χει δυνάμεις για τον πηγαιμό της. Εκείνη με κρατημένη την ανάσα 
ζητάει μια καραβάνα με νερό να μουσκέψει το ψωμί γιατί δεν έχει δόντια. Στο 
μπροστινό μέρος του πάνω σαγονιού απέμειναν δυο ρίζες και μ’ αυτές παλεύει να 
κόψει το προσφάι της. Οι γρήγορες κουταλιές μαρτυρούνε τη μεγάλη της πείνα. Τα
 αγριεμένα γαλανά μάτια της με το χορτασμό ημερεύουν, η όψη της ομορφαίνει. 
Καταλαβαίνει ότι την αγαπάνε, αλλά δεν ξεθαρρεύει, δεν τη βοηθάει το μυαλό της. 
Αποτραβιέται στην άκρη και από την πολλή την κούραση εκεί στα σκαλοπάτια κάτω 
απ’ τα σταλάματα του σπιτιού την παίρνει ο ύπνος.
Τα ψυχοσάββατα και τις Κυριακές απ’ το πρωί πάει στην εκκλησιά. Πιάνει το σιγκούνι 
από τις κάτω άκρες, το γυρίζει ανάποδα και το φέρνει κατσούλα στo κεφάλι της. 
Ακουμπάει στο πεζούλι κοντά στην πέτρινη κολώνα, κάτω απ’ το χαγιάτι και
     περιμένει πότε να τελειώσει ο παπάς τη λειτουργία. Σταυρώνει τα χέρια, γυρίζει το 
     πρόσωπό της στα παγωμένα γόνατα και μουρμουρίζει. Τί λέει, κανένας δεν ξέρει. Ο
     κόσμος περνάει και μαζί με την καλημέρα του, αφήνει και καμιά δεκάρα στο τενεκεδάκι      που έχει δίπλα της.
     Αυτοί που τελευταίοι κλείνουν την πόρτα της εκκλησιάς είναι οι επίτροποι, οι ψαλτάδες
     και ο παππούλης. Πριν βγουν από τον αυλόγυρο, της δίνουν   αντίδωρο, 
     λάδι, πρόσφορα και κουράγιο για το δρόμο της επιστροφής στο φτωχικό  της.
Οι «Ρήνες» με τους σκοτωμένους άντρες, με τα καμένα σπίτια, με τα ξεχασμένα παιδιά 
και τα φευγάτα μυαλά είναι πολλές. Οι διακονιάρες δεν έχουν τη δύναμη να 
απαιτήσουν     και να αγωνιστούν, γυρίζουν στους δρόμους και επαιτούν. Οι 
μαραγκιασμένες από 
τον πόνο και τις κακουχίες ψυχές απλώνουν χέρια ικετευτικά, ζητώντας βοήθεια και 
συνδρομή. Οι ανάγκες σε κάνουν ταπεινό και οι απογοητεύσεις σε θέλουν καρτερικό.
 Ο φτωχός ζητάει ψωμί και ο πλούσιος όρεξη. Σε τούτο τον κόσμο όμως όλοι 
 διαβατάρηδες είμαστε και κανένας μας δεν ξέρει πότε και πώς θα φύγει.

                                                      Δ η μ ή τ ρ η ς   Μ.  Φ ί λ ι ο ς        
Οικονομολόγος - Εκπαιδευτικός
                                                          filiosdimitrios@gmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου