Οδηγίες!!!

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Η Διακονιάρα



Μια ιστορία από τα αλλοτινά που μοιάζει με τα τωρινά.

     Ήταν από τα διπλανά χωριά. Κυρά  Ρήνα με τ’ όνομα. Αρχόντισσα και αφέντρα στον 
τόπο της. Έμενε σε διώροφο πλούσιο σπίτι με πολλά μπαλκόνια και ψηλά παράθυρα, 
με μεγάλη πλακοστρωμένη αυλή, κυκλωμένη από κηπάρια και περιβόλια. Είχε 
κτήματα, βιός και ζωντανά, να όμως που η τύχη δε στάθηκε καλή μαζί της. Ο άντρας 
της σκοτώθηκε στον πόλεμο και έμεινε χήρα με τα δυο της τα παιδιά στην αγκαλιά
 Και εκεί που πάλευε να τα μεγαλώσει, κάηκε και το σπιτικό της. Πήρε φωτιά ο 
μπουχαρές, άναψαν τα πατώματα και τα κεντημένα ταβάνια της κρεβάτας και σε λίγα 
λεπτά το αρχοντικό έγινε στάχτη. Να ναι καλά ο μπάρμπα-Γιώργος, ο γείτονας, που 
κουκουλώθηκε με τη βρεγμένη κάπα, ρίχτηκε μέσα στο καμίνι και τράβηξε τα παιδιά 
που κοιμόνταν στη σαρμανίτσα φασκιωμένα, έξω από τη φωτιά και έτσι δεν τρίτωσε 
το κακό.
Από τότε η κυρά Ρήνα τα χει χαμένα. Έκανε τα αδύνατα δυνατά να σταθεί όρθια. Δεν 
τα κατάφερε. Ανώφελα τη λησμονιά ζητάει. Τη δίπλωσε η ζωή, παραδόθηκε στις 
δυσκολίες της, πειράχτηκαν τα νεύρα της, λάθεψε το μυαλό της. Η λογική της φευγάτη. 
Μετρημένες φορές τη βλέπεις στα καλά της. Τα παιδιά της μεγάλωσαν 
σταορφανοτροφεία και μετά ξενιτεύτηκαν. Εκείνη με σαλεμένο το νου της  έμεινε στο 
χωριό, παρέα με τη φτώχεια και τη γκρινιάρα γάτα της που και αυτή μόλις κατάφερε να
 γλιτώσει απ’ τις φλόγες.
Τα σακάτικα χρόνια περνούν και η ζωή ξεχνιέται στην αχλή του χρόνου. Η Ρήνα ζει 
στα χαλάσματα του αρχοντικού έχοντας για συντροφιά τους καμένους  τοίχους και τη 
μοναξιά της. Μιλάει με τις ώρες και, όταν τη ρωτάς με ποιόν τα λέει, εκείνη αναστενάζει 
μέσα απ’ τα σπλάχνα της και απαντάει με καημό μεγάλο χωρίς καν να σε κοιτάει: « Τα
 λέω με τη μοίρα μου, αυτή μόνο έχω συντροφιά, όλα τα έχασα. Άντρα, σπίτια, παιδιά 
και μυαλά μαζί». Βάζει τα κλάματα, μετά χαζογελάει, σφουγγίζει τα δάκρυά της με ένα 
λερωμένο μαντήλι που βγάζει από τον κόρφο της και πάλι χάνεται στον κόσμο της. Σε 
ταραγμένη λίμνη δεν καθρεφτίζονται τ’ άστρα. Τίποτε δεν απόμεινε στερνή 
παρηγοριά. Οι περιστάσεις της ζωής τής έκλεψαν από το βλέμμα τη χαρά και το 
χαμόγελο από τα χείλη.
Μικρόσωμη, αδυνατούλα, καμπουριασμένη από τα χρόνια που κουβαλάει στη ράχη
 της και καμένη από το χάρο και τη φωτιά, σεργιανάει στους δρόμους  ζητιανεύοντας 
ένα κομμάτι ψωμί. Το καλοκαίρι μες το ηλιόκαμα, το χειμώνα μες το κρύο και την 
παγωνιά, την άνοιξη μες τη βροχή και τη λάσπη, ποτέ δε ζεστάθηκε, ποτέ δεν κρύωσε,
 ποτέ δεν αρρώστησε. Εκεί στο ίδιο μέρος δίπλα από τα αποκαΐδια του δίπατου, με τη
 βοήθεια όλων, έφτιαξε το καινούριο κονάκι της. Ένας πετρόχτιστος ενιαίος χώρος με
 βριζάλα σκεπασμένος  χωρίς ταβάνια και πατώματα. Για εξώπορτα έχει πεντέξι 
αραιά καρφωμένες σανίδες, η μια εξεπίτηδες κομμένη  κοντότερη στην κάτω μεριά, 
αφήνει παραθύρα για να μπαινοβγαίνουν η γάτα και οι δυο τρεις κοτούλες της. Το 
παράθυρο σιδερένιο με τζάμια μαύρα από την κάπνα και η μαντζαλούδα 
μισοσπασμένη για να βγαίνει ο καπνός και να μην ντουμανιάζει ο χώρος από τα 
αναμμένα κούτσουρα. Στη μια αγκωνή ένα στρώμα με άχυρα, ένα λιωμένο 
προσκέφαλο, μια παλιά βελέντζα αφημένα ανάκατα πάνω στην παλιόψαθα, λίγα αγγιά
  αναποδογυρισμένα στο πεζούλι, και στην άλλη η  αγωνίστρα, η γάστρα με την 
κρεμαστάλα  και δίπλα η πυροστιά με το κακκάβι γεμάτο σταλαμονέρια. Αυτά τα 
λιγοστά είναι όλο κι όλο το νοικοκυριό της που εξυπηρετεί τις πρώτες ανάγκες της.
Έξω, αριστερά της πόρτας, όπως μπαίνεις, υπάρχει μια παλιά ντενεκεδένια βρύση 
κρεμασμένη στον τοίχο, για να πλένει τα χέρια και να λούζεται, όταν οι ψείρες 
παραφορτώνονται στο κεφάλι της. Καμιά δεκαριά ζαλίκια από πουρναρότουφες 
αφημένα στην αράδα ξεχωρίζουν την επάνω πλευρά της αυλής από το κτήμα του 
γείτονα και άλλα τόσα αποκόβουν την κάτω πλευρά από το δικό της χορτολίβαδο. 
Παλιά, δίπλα στο αχυροκάλυβο, είχε μια γίδα και κανα δυό μανάρες προβατίνες για το
 γάλα. Χρειάστηκε όμως λεφτά να επισκευάσει τη σαπισμένη στέγη που έμπαζε νερά 
και τα πούλησε τα ζωντανά.
Τυραγνισμένος άνθρωπος. Μπεζέρισε τη φτώχεια. Όλο τον καιρό τα ίδια ρούχα 
φοράει. Άσπρη μαντίλα στο κεφάλι, το τριμμένο σιγκούνι περασμένο στις πλάτες της, 
ένα μακρύ σταμπωτό φουστάνι με πολλές δίπλες και κάμποσα μπαλώματα,  ένα 
ζευγάρι βλαχόκαλτσες με μήλο στην κορυφή, παλιοπάπουτσα χωρίς κορδόνια – τις 
περισσότερες φορές ανάποδα βαλμένα, μια καινούρια ποδιά με δύο μεγάλες τσέπες,
 στη μέση ζωσμένη - απόκτημα των τελευταίων ημερών από κάποια καλή γειτόνισσα
 - το ροζιάρικο ραβδί στο δεξί χέρι για στήριγμα, το ταγάρι που, όταν είναι αδειανό, το 
κρεμάει στον ώμο και όταν είναι γεμάτο, το φορτώνει στις πλάτες της, 
σκυφτοπερπατάει ατέλειωτες ώρες με στόχο να διαβεί τα μονοπάτια που σμίγουν τα 
χωριά και τους μαχαλάδες, παρακαλώντας τον κόσμο  για λίγη ελεημοσύνη.
Άκακο πλάσμα η διακονιάρα μας. Όλοι γνωρίζουν την ιστορία της. Κανένας δεν τη 
μάλωσε και ποτέ κανένας δεν την περιγέλασε. Η βάβω, η Μήτραινα, όταν η Ρήνα 
κάνει μέρες να περάσει από το σπιτικό της, ανησυχεί, φοβάται, βάζει κακό στο νου 
της. Να χάθηκε, να την έφαγαν τα όρνια στους δρόμους, τις νύχτες που γυρίζει; Και κει,
 που συνηθίζει την αγωνία,  χτυπάει το μάνταλο της εξώπορτας και μια βραχνή, 
εξασθενημένη από  την κούραση, φωνή ακούγεται. « Κυρά άνοιξε. Η Ρήνα είμαι. Η 
Ρήνα η διακονιάρα. Μια χαψιά ψωμί θέλω και λίγο νερό στη καράφα για το δρόμο. 
Έχω πολλές ώρες περπάτημα μέχρι να φτάσω στα λατομεία. Πάω να δω τον άντρα 
μου που κόβει πέτρα με τη βαριά, για να φτιάξουμε το σπίτι». Ο καθένας με τον 
ξέχωρο καημό. Οι μισές κουβέντες λογικές, οι άλλες μισές φευγάτες. Για ποιον άντρα
 μιλάει η καψερή; Τα κόκαλά του λιώσανε στα βουνά της Αλβανίας, άταφος, χωρίς να 
ανάψουν κερί για να αναπαυτεί  η ψυχή του, χωρίς λιβάνι και ψάλσιμο παπά. Τον 
έφαγε καυτό βόλι του εχθρού στον πόλεμο. Οι πεθαμένοι όμως δεν γίνονται μέτοχοι 
στη ζωή. Ολομόναχη πορεύεται η καημένη.
Ακουμπισμένη στο πλατύσκαλο της εξώπορτας περιμένει τη βοήθεια από τη βάβω. 
Πάντα την πρόσεχε, όλο τη φρόντιζε την  ταλαιπωρημένη  Ρήνα η καλόψυχη 
γιαγιούλα. 
Ήταν και τούτη χτυπημένη από το χάρο. Στον προηγούμενο πόλεμο της Μικράς Ασίας 
είχε χάσει το δικό της άντρα και ήξερε από φτώχεια και ορφάνια. Έδωσε στη Ρήνα 
ψωμί,τυρί, νερό και της έβαλε να φάει ένα βαθουλωτό πιάτο φασουλάδα για να ναι 
χορτάτη και να χει δυνάμεις για τον πηγαιμό της. Εκείνη με κρατημένη την ανάσα 
ζητάει μια καραβάνα με νερό να μουσκέψει το ψωμί γιατί δεν έχει δόντια. Στο 
μπροστινό μέρος του πάνω σαγονιού απέμειναν δυο ρίζες και μ’ αυτές παλεύει να 
κόψει το προσφάι της. Οι γρήγορες κουταλιές μαρτυρούνε τη μεγάλη της πείνα. Τα
 αγριεμένα γαλανά μάτια της με το χορτασμό ημερεύουν, η όψη της ομορφαίνει. 
Καταλαβαίνει ότι την αγαπάνε, αλλά δεν ξεθαρρεύει, δεν τη βοηθάει το μυαλό της. 
Αποτραβιέται στην άκρη και από την πολλή την κούραση εκεί στα σκαλοπάτια κάτω 
απ’ τα σταλάματα του σπιτιού την παίρνει ο ύπνος.
Τα ψυχοσάββατα και τις Κυριακές απ’ το πρωί πάει στην εκκλησιά. Πιάνει το σιγκούνι 
από τις κάτω άκρες, το γυρίζει ανάποδα και το φέρνει κατσούλα στo κεφάλι της. 
Ακουμπάει στο πεζούλι κοντά στην πέτρινη κολώνα, κάτω απ’ το χαγιάτι και
      περιμένει πότε να τελειώσει ο παπάς τη λειτουργία. Σταυρώνει τα χέρια, γυρίζει το 
      πρόσωπό της στα παγωμένα γόνατα και μουρμουρίζει. Τί λέει, κανένας δεν ξέρει. Ο
      κόσμος περνάει και μαζί με την καλημέρα του, αφήνει και καμιά δεκάρα 
      στο        τενεκεδάκι      που έχει δίπλα της. 
       Αυτοί που τελευταίοι κλείνουν την πόρτα της εκκλησιάς είναι οι    
       επίτροποι, οι ψαλτάδες και ο παππούλης. Πριν βγουν από τον αυλόγυρο, της δίνουν 
       αντίδωρο, λάδι, πρόσφορα και κουράγιο για το δρόμο της επιστροφής στο φτωχικό  
       της.
     Οι «Ρήνες» με τους σκοτωμένους άντρες, με τα καμένα σπίτια, με τα ξεχασμένα  
     παιδιά και τα φευγάτα μυαλά είναι πολλές. Οι διακονιάρες δεν έχουν τη δύναμη να 
     απαιτήσουν και να αγωνιστούν, γυρίζουν στους δρόμους και επαιτούν. Οι 
     μαραγκιασμένες από τον πόνο και τις κακουχίες ψυχές απλώνουν χέρια ικετευτικά, 
     ζητώντας βοήθεια και συνδρομή. Οι ανάγκες σε κάνουν ταπεινό και οι 
     απογοητεύσεις 
     σε θέλουν καρτερικό. Ο φτωχός ζητάει ψωμί και ο πλούσιος όρεξη. Σε τούτο τον
     κόσμο όμως όλοι  διαβατάρηδες είμαστε και κανένας μας δεν ξέρει πότε και πώς θα
    φύγει.

                                                      Δ η μ ή τ ρ η ς   Μ.  Φ ί λ ι ο ς        
Οικονομολόγος - Εκπαιδευτικός
                                                          filiosdimitrios@gmail.com


Η Διακονιάρα



Μια ιστορία από τα αλλοτινά που μοιάζει με τα τωρινά.

     Ήταν από τα διπλανά χωριά. Κυρά  Ρήνα με τ’ όνομα. Αρχόντισσα και αφέντρα στον 
τόπο της. Έμενε σε διώροφο πλούσιο σπίτι με πολλά μπαλκόνια και ψηλά παράθυρα, 
με μεγάλη πλακοστρωμένη αυλή, κυκλωμένη από κηπάρια και περιβόλια. Είχε 
κτήματα, βιός και ζωντανά, να όμως που η τύχη δε στάθηκε καλή μαζί της. Ο άντρας 
της σκοτώθηκε στον πόλεμο και έμεινε χήρα με τα δυο της τα παιδιά στην αγκαλιά
 Και εκεί που πάλευε να τα μεγαλώσει, κάηκε και το σπιτικό της. Πήρε φωτιά ο 
μπουχαρές, άναψαν τα πατώματα και τα κεντημένα ταβάνια της κρεβάτας και σε λίγα 
λεπτά το αρχοντικό έγινε στάχτη. Να ναι καλά ο μπάρμπα-Γιώργος, ο γείτονας, που 
κουκουλώθηκε με τη βρεγμένη κάπα, ρίχτηκε μέσα στο καμίνι και τράβηξε τα παιδιά 
που κοιμόνταν στη σαρμανίτσα φασκιωμένα, έξω από τη φωτιά και έτσι δεν τρίτωσε 
το κακό.
Από τότε η κυρά Ρήνα τα χει χαμένα. Έκανε τα αδύνατα δυνατά να σταθεί όρθια. Δεν 
τα κατάφερε. Ανώφελα τη λησμονιά ζητάει. Τη δίπλωσε η ζωή, παραδόθηκε στις 
δυσκολίες της, πειράχτηκαν τα νεύρα της, λάθεψε το μυαλό της. Η λογική της φευγάτη. 
Μετρημένες φορές τη βλέπεις στα καλά της. Τα παιδιά της μεγάλωσαν 
σταορφανοτροφεία και μετά ξενιτεύτηκαν. Εκείνη με σαλεμένο το νου της  έμεινε στο 
χωριό, παρέα με τη φτώχεια και τη γκρινιάρα γάτα της που και αυτή μόλις κατάφερε να
 γλιτώσει απ’ τις φλόγες.
Τα σακάτικα χρόνια περνούν και η ζωή ξεχνιέται στην αχλή του χρόνου. Η Ρήνα ζει 
στα χαλάσματα του αρχοντικού έχοντας για συντροφιά τους καμένους  τοίχους και τη 
μοναξιά της. Μιλάει με τις ώρες και, όταν τη ρωτάς με ποιόν τα λέει, εκείνη αναστενάζει 
μέσα απ’ τα σπλάχνα της και απαντάει με καημό μεγάλο χωρίς καν να σε κοιτάει: « Τα
 λέω με τη μοίρα μου, αυτή μόνο έχω συντροφιά, όλα τα έχασα. Άντρα, σπίτια, παιδιά 
και μυαλά μαζί». Βάζει τα κλάματα, μετά χαζογελάει, σφουγγίζει τα δάκρυά της με ένα 
λερωμένο μαντήλι που βγάζει από τον κόρφο της και πάλι χάνεται στον κόσμο της. Σε 
ταραγμένη λίμνη δεν καθρεφτίζονται τ’ άστρα. Τίποτε δεν απόμεινε στερνή 
παρηγοριά. Οι περιστάσεις της ζωής τής έκλεψαν από το βλέμμα τη χαρά και το 
χαμόγελο από τα χείλη.
Μικρόσωμη, αδυνατούλα, καμπουριασμένη από τα χρόνια που κουβαλάει στη ράχη
 της και καμένη από το χάρο και τη φωτιά, σεργιανάει στους δρόμους  ζητιανεύοντας 
ένα κομμάτι ψωμί. Το καλοκαίρι μες το ηλιόκαμα, το χειμώνα μες το κρύο και την 
παγωνιά, την άνοιξη μες τη βροχή και τη λάσπη, ποτέ δε ζεστάθηκε, ποτέ δεν κρύωσε,
 ποτέ δεν αρρώστησε. Εκεί στο ίδιο μέρος δίπλα από τα αποκαΐδια του δίπατου, με τη
 βοήθεια όλων, έφτιαξε το καινούριο κονάκι της. Ένας πετρόχτιστος ενιαίος χώρος με
 βριζάλα σκεπασμένος  χωρίς ταβάνια και πατώματα. Για εξώπορτα έχει πεντέξι 
αραιά καρφωμένες σανίδες, η μια εξεπίτηδες κομμένη  κοντότερη στην κάτω μεριά, 
αφήνει παραθύρα για να μπαινοβγαίνουν η γάτα και οι δυο τρεις κοτούλες της. Το 
παράθυρο σιδερένιο με τζάμια μαύρα από την κάπνα και η μαντζαλούδα 
μισοσπασμένη για να βγαίνει ο καπνός και να μην ντουμανιάζει ο χώρος από τα 
αναμμένα κούτσουρα. Στη μια αγκωνή ένα στρώμα με άχυρα, ένα λιωμένο 
προσκέφαλο, μια παλιά βελέντζα αφημένα ανάκατα πάνω στην παλιόψαθα, λίγα αγγιά
  αναποδογυρισμένα στο πεζούλι, και στην άλλη η  αγωνίστρα, η γάστρα με την 
κρεμαστάλα  και δίπλα η πυροστιά με το κακκάβι γεμάτο σταλαμονέρια. Αυτά τα 
λιγοστά είναι όλο κι όλο το νοικοκυριό της που εξυπηρετεί τις πρώτες ανάγκες της.
Έξω, αριστερά της πόρτας, όπως μπαίνεις, υπάρχει μια παλιά ντενεκεδένια βρύση 
κρεμασμένη στον τοίχο, για να πλένει τα χέρια και να λούζεται, όταν οι ψείρες 
παραφορτώνονται στο κεφάλι της. Καμιά δεκαριά ζαλίκια από πουρναρότουφες 
αφημένα στην αράδα ξεχωρίζουν την επάνω πλευρά της αυλής από το κτήμα του 
γείτονα και άλλα τόσα αποκόβουν την κάτω πλευρά από το δικό της χορτολίβαδο. 
Παλιά, δίπλα στο αχυροκάλυβο, είχε μια γίδα και κανα δυό μανάρες προβατίνες για το
 γάλα. Χρειάστηκε όμως λεφτά να επισκευάσει τη σαπισμένη στέγη που έμπαζε νερά 
και τα πούλησε τα ζωντανά.
Τυραγνισμένος άνθρωπος. Μπεζέρισε τη φτώχεια. Όλο τον καιρό τα ίδια ρούχα 
φοράει. Άσπρη μαντίλα στο κεφάλι, το τριμμένο σιγκούνι περασμένο στις πλάτες της, 
ένα μακρύ σταμπωτό φουστάνι με πολλές δίπλες και κάμποσα μπαλώματα,  ένα 
ζευγάρι βλαχόκαλτσες με μήλο στην κορυφή, παλιοπάπουτσα χωρίς κορδόνια – τις 
περισσότερες φορές ανάποδα βαλμένα, μια καινούρια ποδιά με δύο μεγάλες τσέπες,
 στη μέση ζωσμένη - απόκτημα των τελευταίων ημερών από κάποια καλή γειτόνισσα
 - το ροζιάρικο ραβδί στο δεξί χέρι για στήριγμα, το ταγάρι που, όταν είναι αδειανό, το 
κρεμάει στον ώμο και όταν είναι γεμάτο, το φορτώνει στις πλάτες της, 
σκυφτοπερπατάει ατέλειωτες ώρες με στόχο να διαβεί τα μονοπάτια που σμίγουν τα 
χωριά και τους μαχαλάδες, παρακαλώντας τον κόσμο  για λίγη ελεημοσύνη.
Άκακο πλάσμα η διακονιάρα μας. Όλοι γνωρίζουν την ιστορία της. Κανένας δεν τη 
μάλωσε και ποτέ κανένας δεν την περιγέλασε. Η βάβω, η Μήτραινα, όταν η Ρήνα 
κάνει μέρες να περάσει από το σπιτικό της, ανησυχεί, φοβάται, βάζει κακό στο νου 
της. Να χάθηκε, να την έφαγαν τα όρνια στους δρόμους, τις νύχτες που γυρίζει; Και κει,
 που συνηθίζει την αγωνία,  χτυπάει το μάνταλο της εξώπορτας και μια βραχνή, 
εξασθενημένη από  την κούραση, φωνή ακούγεται. « Κυρά άνοιξε. Η Ρήνα είμαι. Η 
Ρήνα η διακονιάρα. Μια χαψιά ψωμί θέλω και λίγο νερό στη καράφα για το δρόμο. 
Έχω πολλές ώρες περπάτημα μέχρι να φτάσω στα λατομεία. Πάω να δω τον άντρα 
μου που κόβει πέτρα με τη βαριά, για να φτιάξουμε το σπίτι». Ο καθένας με τον 
ξέχωρο καημό. Οι μισές κουβέντες λογικές, οι άλλες μισές φευγάτες. Για ποιον άντρα
 μιλάει η καψερή; Τα κόκαλά του λιώσανε στα βουνά της Αλβανίας, άταφος, χωρίς να 
ανάψουν κερί για να αναπαυτεί  η ψυχή του, χωρίς λιβάνι και ψάλσιμο παπά. Τον 
έφαγε καυτό βόλι του εχθρού στον πόλεμο. Οι πεθαμένοι όμως δεν γίνονται μέτοχοι 
στη ζωή. Ολομόναχη πορεύεται η καημένη.
Ακουμπισμένη στο πλατύσκαλο της εξώπορτας περιμένει τη βοήθεια από τη βάβω. 
Πάντα την πρόσεχε, όλο τη φρόντιζε την  ταλαιπωρημένη  Ρήνα η καλόψυχη 
γιαγιούλα. 
Ήταν και τούτη χτυπημένη από το χάρο. Στον προηγούμενο πόλεμο της Μικράς Ασίας 
είχε χάσει το δικό της άντρα και ήξερε από φτώχεια και ορφάνια. Έδωσε στη Ρήνα 
ψωμί,τυρί, νερό και της έβαλε να φάει ένα βαθουλωτό πιάτο φασουλάδα για να ναι 
χορτάτη και να χει δυνάμεις για τον πηγαιμό της. Εκείνη με κρατημένη την ανάσα 
ζητάει μια καραβάνα με νερό να μουσκέψει το ψωμί γιατί δεν έχει δόντια. Στο 
μπροστινό μέρος του πάνω σαγονιού απέμειναν δυο ρίζες και μ’ αυτές παλεύει να 
κόψει το προσφάι της. Οι γρήγορες κουταλιές μαρτυρούνε τη μεγάλη της πείνα. Τα
 αγριεμένα γαλανά μάτια της με το χορτασμό ημερεύουν, η όψη της ομορφαίνει. 
Καταλαβαίνει ότι την αγαπάνε, αλλά δεν ξεθαρρεύει, δεν τη βοηθάει το μυαλό της. 
Αποτραβιέται στην άκρη και από την πολλή την κούραση εκεί στα σκαλοπάτια κάτω 
απ’ τα σταλάματα του σπιτιού την παίρνει ο ύπνος.
Τα ψυχοσάββατα και τις Κυριακές απ’ το πρωί πάει στην εκκλησιά. Πιάνει το σιγκούνι 
από τις κάτω άκρες, το γυρίζει ανάποδα και το φέρνει κατσούλα στo κεφάλι της. 
Ακουμπάει στο πεζούλι κοντά στην πέτρινη κολώνα, κάτω απ’ το χαγιάτι και
     περιμένει πότε να τελειώσει ο παπάς τη λειτουργία. Σταυρώνει τα χέρια, γυρίζει το 
     πρόσωπό της στα παγωμένα γόνατα και μουρμουρίζει. Τί λέει, κανένας δεν ξέρει. Ο
     κόσμος περνάει και μαζί με την καλημέρα του, αφήνει και καμιά δεκάρα στο τενεκεδάκι      που έχει δίπλα της.
     Αυτοί που τελευταίοι κλείνουν την πόρτα της εκκλησιάς είναι οι επίτροποι, οι ψαλτάδες
     και ο παππούλης. Πριν βγουν από τον αυλόγυρο, της δίνουν   αντίδωρο, 
     λάδι, πρόσφορα και κουράγιο για το δρόμο της επιστροφής στο φτωχικό  της.
Οι «Ρήνες» με τους σκοτωμένους άντρες, με τα καμένα σπίτια, με τα ξεχασμένα παιδιά 
και τα φευγάτα μυαλά είναι πολλές. Οι διακονιάρες δεν έχουν τη δύναμη να 
απαιτήσουν     και να αγωνιστούν, γυρίζουν στους δρόμους και επαιτούν. Οι 
μαραγκιασμένες από 
τον πόνο και τις κακουχίες ψυχές απλώνουν χέρια ικετευτικά, ζητώντας βοήθεια και 
συνδρομή. Οι ανάγκες σε κάνουν ταπεινό και οι απογοητεύσεις σε θέλουν καρτερικό.
 Ο φτωχός ζητάει ψωμί και ο πλούσιος όρεξη. Σε τούτο τον κόσμο όμως όλοι 
 διαβατάρηδες είμαστε και κανένας μας δεν ξέρει πότε και πώς θα φύγει.

                                                      Δ η μ ή τ ρ η ς   Μ.  Φ ί λ ι ο ς        
Οικονομολόγος - Εκπαιδευτικός
                                                          filiosdimitrios@gmail.com


Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις !!!!!Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

Αποτέλεσμα εικόνας για ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ

Στην καρδιά του χειμώνα ο λαός του Θεού υποδέχεται τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον Ιησού, τον Υιό της Παρθένου. Γιορτή της ανάπλασης του κόσμου τα Χριστούγεννα. Οι χριστιανοί τα γιορτάζουν με σεβασμό και ευλάβεια, τηρώντας πιστά όλα τα έθιμα των ημερών.
Στο χωριό την παραμονή, από το πρωί τα σχολιαρόπαιδα σε ξέχωρες ομάδες γυρίζουν τις γειτονιές και λένε τα κάλαντα. Το «Χριστός γεννάται σήμερον» ακούγεται σε όλους τους μαχαλάδες. Κουλούρια, γλυκά, κέρματα και μικρά χαρτονομίσματα είναι η σοδιά που δίκαια πρέπει να μοιραστούν στο τέλος οι πιτσιρικάδες.
Τις φωνές των παιδιών που λένε τα κάλαντα τις διακόπτουν τα δυνατά γρυλίσματα των γουρουνιών πού τα πηγαίνουν για σφάξιμο, αν και αυτά με τη σειρά τους χάνονται, όταν η κοφτερή λεπίδα του σφάχτη ακουμπάει στο λαρύγγι τους. Ο καβραμάς, οι τσιγαρίδες, τα λουκάνικα, θα θρέψουν όλο το χειμώνα τη φαμίλια και το τηγανισμένο χοιρινό θα έχει την πρώτη θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Με το ηλιόγερμα της ίδιας μέρας αρχίζουν οι ετοιμασίες για τις τηγανίτες. Η μεγάλη μαυρόπλακα πάνω στην πυροστιά από ώρες θερμαίνεται με σιγανή φωτιά για να είναι έτοιμη να δεχθεί τη ζύμη. Όλα τα νοικοκυριά αυτό το βράδυ της παραμονής, επιβάλλεται από το έθιμο, να απλώσουν και να ψήσουν ζυμωμένα φύλλα. Είναι τα σπάργανα της Παναγίας που θα σπαργανώσουν το θείο βρέφος στην φάτνη. Κάθε φύλλο τηγανίτας στρώνεται στο ταψί συνοδευμένο από μπόλικα στουμπισμένα καρύδια. Οι στρώσεις επαναλαμβάνονται μέχρι το γέμισμα να φτάσει τη μέση του ταψιού. Το σιρόπιασμα γίνεται με ζαχαρόνερο, θυμαρίσιο μέλι και λίγη κανέλα για μυρωδιά. Τα λιανοπαίδια περιμένουν μετά το σταύρωμα και το τεμάχισμα, το μεγαλύτερο κομμάτι να είναι το δικό τους.
Τα χαράματα πριν ακόμα τα πετεινάρια λαλήσουν, με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας, όλοι παν στην εκκλησιά. Την ώρα εκείνη η φύση λαρώνει, ο βοριάς καταλαγιάζει, τα σύννεφα χάνονται στον αχνογάλανο ουρανό, τ’ άστρα πανηγυρίζουν και στέλνουν το απαλό φως στη γη. Η κτίση αμίλητη αφουγκράζεται τους μυστικούς ύμνους των αγγέλων. Ο δεξιός ψάλτης στις μεγάλες μέρες, βάζει τα δυνατά του. Μαζί με την ψαλτική δίνει και την καρδιά του. Ψέλνει  μελωδικά, γλυκά, με νόημα λέει τα τροπάρια της γέννησης. Την άγια αυτή μέρα όλοι θέλουν να λειτουργηθούν, να ακούσουν ύμνους για το Χριστό, να μεταλάβουν και να πάρουν αντίδωρο από του παπά το χέρι. Τις μεγάλες αυτές μέρες η Παναγία δεν είναι στους ουρανούς. Κατεβαίνει στη γη μαζί με το Χριστό, κοντά στους ανθρώπους και βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη και όλοι τους τρέχουν στην εκκλησιά για να την ευχαριστήσουν και να την νιώσουν  δίπλα τους. Με το «δι’ ευχών» αρχίζουν τα χρόνια πολλά. Τα αγκαλιάσματα, οι ευχές και τα καλωσορίσματα στην αυλή της εκκλησιάς δεν έχουν τελειωμό. Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή. Παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες – ο χειμώνας στην Ήπειρο είναι βαρύς – όλα τα μέλη της οικογένειας ανταμώνουν στο πατρικό τους σπίτι. Θα φάνε ντολμάδες, πρασοσέλινο με χοιρινό, λιγδωμένο τραχανά ανακατεμένο με παστωμένες τσιγαρίδες, χειροποίητα ζυμαρικά, ζυμωτό ψωμί, όλα ψημένα στη γάστρα για να κρατιέται η νοστιμιά. Λένε τις ευχές πίνοντας κόκκινο γνήσιο κρασί αρωματισμένο με την μυρουδιά της δαδένιας δόγας του παλιού βαενιού που χρόνια σφραγισμένο ευφραίνει με την λαφριά γεύση του και τον πιο απαιτητικό ταξιδευτή.
Ο γεροπαππούς σταυροποδιασμέμος κοντά στη φωτιά και ακουμπισμένος στο ξύλινο σκαμνί συμπάει με τη μασιά τα κούτσουρα που κουφοκαίνε. Δίπλα  στην τάβλα το μπουκάλι με το ρακί και το πιάτο με το κατσικίσιο τυρί σκαλίζουν την όρεξή του. Πάνω από το καπνισμένο τζακόξυλο σε δυο καρφιά κρεμασμένη μια μακρόστενη κεντημένη καλημέρα με το στρογγυλό καθρέφτη στη μέση, φέρνει μνήμες από τα παλιά, καθώς στις ραφές, της κορνίζας βλέπεις φυτεμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων που χάθηκαν στο βάθος του χρόνου. Δίπλα η παραθύρα με τον κεντημένο μπερτέ, φιλοξενεί τα καφόμπρικα τα πήλινα φλιτζάνια, τα καφεκούτια και είναι έτοιμη να προσφέρει το άρωμα του καφέ της σε όποιον και όποτε χρειαστεί.
Το καθιστικό στρωμένο με φλοκάτες και τα μπάσια με κεντημένα σταμπωτά δέχονται τους ντόπιους αλλά και τους ξενιτεμένους. Πολλοί είναι εκείνοι που ξεκινούν από την άκρη του τόπου για να κάνουν Χριστούγεννα με τους δικούς τους ανθρώπους. Τους φέρνουν προς τα δω οι αναμνήσεις. Εάν ξεχάσεις από πού ξεκίνησες δεν μπορείς να φθάσεις πουθενά. Η πολλή λάσπη και η άφθονη κοπριά που κρατούσαν τα παπούτσια τους, η σαργιά της προβατίνας που κόλλαγε στο κορμί τους, όταν άρμεγαν και κούρευαν τα ζωντανά τους, η μυρουδιά που ρούφαγε το σκέπασμα και η κάπα τους, όταν κοιμόνταν στο μαντρί, τους έδιωξε από εδώ. Η ξενιτιά όμως είναι φωτιά και ο χωρισμός μαράζι. Την ώρα που τους καλοστράτιζε η πονεμένη μάνα, τους έβαζε στον κόρφο μαζί με την άμετρη αγάπη για την πατρίδα και την ελπίδα του γυρισμού και τους όρκιζε στο Θεό να μην αποκοπούν από τον τόπο τους. Οι ξενιτεμένοι τούτο τον όρκο τον κρατάνε, πάνε και έρχονται, ξαναπάνε και ξανάρχονται. Ξερίζωμα καρδιάς ο ξενιτεμός. Διηγούνται το δικό τους πόνο με ξεχωριστό τρόπο. Το Θεό τον βλέπουν καθαρότερα τα στερημένα και δακρυσμένα μάτια. Τα Χριστούγεννα γι’ αυτούς μιλάνε ιδιαίτερα στην ψυχή τους. Και ο Χριστός   σε ξένο και αφιλόξενο τόπο γεννήθηκε.  Το μεγάλο μαράζι της Ηπείρου ο ξενιτεμός. «Την ξενιτιά την ορφάνια την πίκρα την αγάπη, τα τέσσερα τα ζύγισαν βαρύτερα είναι τα ξένα» λέει το δημοτικό τραγούδι. 
Ο Χριστός κατεβαίνοντας στη γη συναντά την τσιγγούνικη αγάπη μας. Δε βρήκε θέση ανάμεσα στους ανθρώπους. «Ουκ έστι τόπος εν τω καταλύματι.» γι’ αυτό πήγε να γεννηθεί μέσα στο παχνί δίπλα στ’ άκακα ζώα. Γεννήθηκε φτωχός, για να γίνει η καταφυγή των φτωχών. Γεννήθηκε άστεγος για να είναι η σκέπη των αστέγων. Έφυγε απειλούμενος στην Αίγυπτο, για να είναι ο συνήγορος των διωκομένων. Η Βηθλεέμ, η φάτνη, τα σπάργανα και όλο το σκηνικό της γέννησης ταιριάζουν περισσότερο στις κοινωνίες της υπαίθρου. Απλοί και φιλεύσπλαχνοι οι πρωταγωνιστές της Θεογέννησης, θυμίζουν πρόσωπα και πράγματα του χωριού και της στάνης, δικά μας βιώματα. Το πρόβατο και το βόδι  είναι ζώα του σπιτιού και της στάνης. Το άλογο και το γαϊδουράκι υπομονητικά υποζύγια της καθημερινότητας.  Οι βοσκοί και σήμερα ακόμα τις άγιες αυτές μέρες ψάχνουν τον ουρανό για να δουν το άστρο το φωτεινό. Πιστεύουν ότι είναι και τώρα οι προάγγελοι κάθε θεϊκής είδησης. Ότι η ψυχή τους είναι τόσο καθαρή που και σήμερα ο μεγαλοδύναμος Θεός μπορεί να τους εμπιστευτεί τη μετάδοση ανάλογων θεολογικών γεγονότων. Μπολιασμένοι από την καθαρότητα της φύσης, από την αντοχή του βουνού και την καλοσύνη του κάμπου κρατούν σε πείσμα των καιρών αυτό το παραδοσιακό επάγγελμα του ζωοτρόφου.
Ζουν το δράμα της μεταφοράς της ετοιμόγεννης μάνας. Και τούτοι μετακινούνται από τόπο σε τόπο για να ξεχειμωνιάσουν τα κοπάδια τους. Η κακοκαιρία τους βρίσκει στους δρόμους. Το κρύο πετσοκόβει τα τυραννισμένα κορμιά τους. Κοιμούνται στο μαντρί μαζί με τα ζωντανά και τις φαμίλιες τους. Εκεί γεννιούνται τα αρνιά. Στην καλύβα ξελεχωνεύουν οι γυναίκες τους. Χωρίς γιατρό και μαμή, χωρίς στρώμα και πάπλωμα. Χρήστο βαφτίζουν το αρσενικό, Πανάγιω το θηλυκό, για να θυμούνται και να παραλληλίζουν τα γεγονότα με τον Χριστό και την Παναγία, με τη Σπηλιά και το μαντρί, με τη φάτνη και το παχνί. Τα ζωντανά εκείνα με το ζεστό τους χνώτο είναι τα δικά τους ζωντανά, είναι αυτά που τώρα ταΐζουν, αρμέγουν, φορτώνουν, ξεφορτώνουν, μεταφέρουν και μεταφέρονται. Ο ήχος της φλογέρας του βοσκού παραλληλίζεται με τις μελωδίες των αγγέλων. Οι τσοπαναραίοι της αγάπης κάνουν την καλύβα εκκλησιά.
Το παχνί μας διδάσκει την ταπείνωση, το νεογέννητο την ελπίδα, τα ζώα φανερώνουν την στοργή, οι βοσκοί την αγάπη και μεις συμμετέχοντας στην αναπαράσταση της γέννησης ζεσταίνουμε με τη μεταφερόμενη φλόγα του Χριστού τις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων. Ας γίνει και σε μας μια βραδιά η καρδιά μας φάτνη για να κάνουμε την αγριοχειμωνιάτικη νύχτα γλυκοχάραμα και να ευχηθούμε σ’ όλο τον κόσμο  κ α λ ά   Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν να.

                                                          Δημήτρης  Μ. Φίλιος
                                                   Οικονομολόγος - εκπαιδευτικός