Οδηγίες!!!

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

"Τα παιδιά του βάλτου" Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

             Ασίγαστη επιθυμία οδήγησε το νου μου σ’ ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, εκεί που τότε ζάρκα  και ξυπόλυτα χωριατόπαιδα, δυστυχήσανε, πονέσανε, κλάψανε και ιδρώσανε για να δρομολογήσουν από του βάλτου τα λασπόνερα   την παραπέρα ζωή τους.


 Το καλοκαίρι που η δουλειά φουντώνει στα χωράφια, στη μάχη που δίνουν οι αγρότες με τη φύση, το χρόνο και το χώμα, μπαίνουν και τα λιανοπαίδια. Με το τελείωμα της σχολικής χρονιάς όλα τα σχολιαρόπαιδα κρεμάνε στο πισόκαρφο της εξώπορτας του σπιτιού την τραγίσια τσάντα τους με τα λιγοστά βιβλία και κατηφορίζουν προς τον κάμπο. Άγουρα, άμαθα στη δουλειά και την κούραση, θέλουν να πιάσουν στα χέρια τους αλέτρι και τσαπί. Θέλουν νωρίς και αυτά να περπατήσουν τ ’άλογα στην αυλακιά γι’ αυτό από μικρά μπαίνουν στην αράδα της δουλειάς και βοηθάνε στους μπαξέδες. Τα τολμηρότερα  ακολουθούν τον πατέρα τους στην λαϊκή αγορά. Εκεί φωνάζουν και διαλαλούν την πραμάτεια τους, ζυγίζουν το βιός τους, κάνουν λογαριασμούς, εισπράττουν χρήματα, δίνουν ρέστα, μαζεύουν τα επιστρεφόμενα κενά κοφίνια από τους μανάβηδες, σπρώχνοντας το κάρο στα στενά της πόλης, φορτώνουν και ξεφορτώνουν τσουβάλια, καλάθες, κανίστρες  και καλαθάκια.
            Τα περισσότερα όμως προτιμούν την ελεύθερη ζωή του κάμπου. Εκεί στην ακροβαλτιά παρέα με τ’ άλλα καμποπαίδια ασχολούνται με το τάϊσμα και τη φροντίδα των γελαδιών. Τόποι πρωινής βοσκής για την κοκκίνο, τη λιάρα, τη μπάλια, είναι το Σκαρί, ο Πόρος, οι Ιτιές, το Σκάλωμα, τα Κεραμαργιά, το Ζάρκο, τα Μπαΐργια. Σ ’όλες αυτές τις περιοχές με τα περίεργα τοπωνύμια, που ακουμπάν τα πόδια τους στις όχθες της λίμνης, τα γελάδια χορταίνουν την πείνα τους αμολημένα στις καλαμιές της ακροβαλτιάς και τα γελαδαροπαίδια η αλλιώτικα- τα παιδιά του βάλτου- όπως αρέσει σ’ αυτά να τα φωνάζουν, αφήνονται στην αγκαλιά του κάμπου. Ημίγυμνα, πεινασμένα αλλά ξέγνοιαστα, παίζουν ξυπόλυτα πάνω στις αγριάδες του βάλτου. Τους αρέσει αυτό που είναι και τους ευχαριστεί αυτό που κάνουν. Δεν διαφέρουν και πολύ από τα παιδιά των καλαμιών του Ευρώτα της αρχαίας Σπάρτης. Αυτό το έλεγε και ο δάσκαλος τους, πειραχτικά και χαμογελώντας, όταν έκανε ιστορία κι όλα τα παιδιά του βάλτου, οι «περίοικοι» της πόλης, καμάρωναν για τον τρόπο της ζωής τους που θα τους έκανε σκληραγωγημένους πολίτες.
            Τίποτα δεν έχουν, και όμως, τίποτα δεν τους λείπει.  Οι μεγάλοι δείχνουν εμπιστοσύνη αναθέτοντας στους μικρούς εργάτες της γης ελαφριές αγροτοδουλείτσες και αυτοί αναλαμβάνουν υπεύθυνα την εκτέλεσή τους. Μπουσουλώντας στα γόνατα βοτανίζουν τις βραγιές των φυτών,  γρατζουνάνε μέρες το χώμα, κόβοντας αγριάδες, για να αυγατίσουν το χαρτζιλίκι του πανηγυριού με ένα μικρό φιλοδώρημα, σαν αντίδωρο, για την συμμετοχή και την προσφορά στους μπαξέδες.  Συγκεντρώνουν αλογοβουνιές από τα χέρσα για να τις ρίξουν φουσκί στα σπαρμένα χωράφια. Ελέγχουν τ’ αυλάκια που φέρουν νερά για πότισμα στα κτήματα. Κόβουν τα γινωμένα πεπόνια του μποστανιού και τα μεταφέρουν στις καλύβες πριν ο ήλιος του μεσημεριού τ’ ανοίξει. Με το καλάθι στο χέρι μαζεύουν ντομάτες, φασόλια, πιπεριές, μελιτζάνες, σακιάζουν και τελαρώνουν  τα προϊόντα για την αυριανή μέρα στην αγορά. Αν βρουν ελεύθερο χρόνο κυνηγούν με τις σφεντόνες μελισσουργούς, συκοφάηδες, σπίνους, κοκκινολαίμηδες και κάθε λογής πετούμενα. Ανάβουν φωτιές και ψήνουν καλαμπόκια, γυρίζουν στα κάρβουνα τα μουτεμένα κυνήγια  τους και ο τόπος μοσχοβολάει από νοστιμιά. Σπάνε στο γόνατο το καρπούζι και βουτάνε τη μούρη τους στη καρδιά του για να απολαύσουν  τη γεύση του, να ξεδιψάσουν και να δροσιστούν. Επεξεργάζονται τους αγίνωτους ακόμα καρπούς της μηλιάς και της απιδιάς, γεμίζοντας τους κόρφους με μήλα και αχλάδια. Πηγαίνουν στο σκάλωμα-το λιμάνι του κάμπου-και με τις ώρες ανακατεύονται με τις βάρκες και τα καΐκια.
Το μεσημέρι που τα ζώα σταλίζουν στον ίσκιο, τα καμποπαίδια πάνε στα ξέφωτα της λίμνης για μπάνιο. Μακριά, έξω στα βαθιά, εκεί στ’ άπατα, βουτάνε και ξαναβουτάνε, έχοντας για παιχνίδι το μεγάλο κορμό που από πέρυσι το λαγκάδι με τη θολή κατεβασιά έφερε εκεί ξεριζώνοντάς το από τα πλαϊνά της ρεματιάς. Παιδιάτικες φωνές, αρμονικά αγκαλιασμένες με τα φανταχτερά χρώματα των παράξενων λουλουδιών του βάλτου, «λούζονται» στα  καταγάλανα νερά της λίμνης. Τα μικρότερα απαλλαγμένα από υποχρεώσεις, παίζουν, πλατσουρίζοντας στους βιότοπους, κάνοντας παρέα  με  τα βατράχια, τους γυρίνους, τα βαλτόπαπια, τις φωλιές των πουλιών και σκορπούν ολόγυρα μια γλυκιά νεανική μοσχοβολιά. Πυκνόκλαδες ιτιές, και πανύψηλα πλατάνια καθρεφτίζονται στα καταπράσινα νερά  δημιουργώντας ένα σκηνικό απαράμιλλης ομορφιάς.
Το δειλινό, αρχίζει πάλι ο αγώνας για το κοίλιασμα και το χόρτασμα των γελαδιών. Καλαμποκιά, δαυλούδια (μαυρισμένα στάχυα), αγριόχορτα, βλίτα, χλεμπονιασμένα πεπόνια και παραγινωμένες ντομάτες, είναι μέρος της απογευματινής τροφής. Άντε και καμιά γύρα στα γειτονικά χαντάκια μέχρι να γυρίσει ο ήλιος και να μαζέψει η μέρα, και ξανά την αυγή με τη χάρη του Θεού από την αρχή.
Λίγοι είναι οι τυχεροί νεολαίοι που δεν έχουν υποχρεώσεις στα ζωντανά και τα κτήματα. Αυτοί παίρνουν τα καραβούλια και γυρίζουν τις αλάνες της ακρολιμνιάς, ικανοποιώντας την παιδική τους περιέργεια. Ο καλαμότοπος, δημοφιλής προορισμός για τις αγριόχηνες και τα ψαροπούλια του βάλτου, είναι για τα παιδιά των χωραφιών καθημερινός τόπος επίσκεψης. Υδρόβια φυτά, εξωτικά φύκια, καταπράσινα συμπλέγματα κλαδιών αντικατοπτρίζονται στα γαλαζοπράσινα νερά της Παμβώτιδας. Η μεγάλη βιοποικιλία, η πλούσια χλωρίδα και σπάνια ορνιθοπανίδα γεμίζουν με μαγεία τα ρηχά πλευρά της και αιχμαλωτίζουν τα βλέμματα των μικρών θαυμαστών της λίμνης. Βιότοπος ιδιαίτερης οικολογικής αξίας. Παράξενα πουλιά, ντόπια και περαστικά, γέσια, κανναβές, φαλαρίδες, κουρνιάζουν στις καλαμιές.  Κανένα μυαλό δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτά που η φύση εδώ απλόχερα  προσφέρει στους μικρούς περίεργους επισκέπτες.
Η λίμνη Παμβώτιδα δίνοντας από το μερδικό της νερό, για πότισμα των χωραφιών  και  από τα σπλάχνα της λιμνόψαρα, για το χορτασμό της εργατιάς του κάμπου, κρατάει χιλιάδες ανθρώπους γύρο της. Ως πότε όμως; Με το πέρασμα του χρόνου τα νερά της λιγοστεύουν, θολώνουν, φαρμακώνονται από τα απόβλητα της πόλης και τα φυτοφάρμακα του κάμπου. Η διαφωνία και η αδιαφορία  σκοτώνουν. Πληγωμένη βαριά από αυτούς που η ίδια έθρεψε, μέρα με τη μέρα αργοπεθαίνει. Πρέπει να γίνουν έργα ανάπλασης και ανανέωσης των νερών της.
Τα παιδιά του βάλτου όμως δεν αισθάνονται ένοχα για ό,τι οι μεγάλοι ξέχασαν να πράξουν για την διατήρηση της ποιότητας των νερών της. Δίπλα από τον καλαμότοπο δουλεύουν, παίζουν και ξεχνιούνται. Κόβουν ρογκόζια, παπύρια και καλάμια που άφθονα βρίσκει κανείς στις όχθες και τα ακρόβαλτα της λίμνης.
Τα όνειρά τους όμως λίγα, γιατί είναι φτιαγμένα έτσι όπως ορίζει η κλειστή κοινωνία του χωριού και της επαρχίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους εξαιρετικούς νεολαίους χάραξαν τη δική τους πορεία, έγιναν επιστήμονες, τεχνίτες, υπάλληλοι, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες και άλλαξαν τη ζωή τους. Κάποιοι όμως δεν έφυγαν ποτέ από τον κάμπο, δεν ξέρουν πώς είναι οι διακοπές, η διασκέδαση, η παραπέρα από το περιβάλλον τους ζωή. Τα φτερά τους τσακισμένα γιατί οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων τους είναι ανύπαρκτες, η ενημέρωση λίγη και πολλές φορές στρεβλή, τα ερεθίσματα πενιχρά και οι εμπειρίες φτωχές. Λιμνάζουν στα ελώδη καμποτόπια του λεκανοπεδίου. Δεσμευμένα από τη γη και τα ζωντανά τους, μικροπαντρεύονται και πολυγεννάνε, επαναλαμβάνοντας τη σκληρή ζωή της φαμίλιας τους.
Νιάτα γεμάτα δύναμη και ορμή, καλοσύνη και θέληση, αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Το σύνδρομο όμως της φτώχιας,  κάποια από αυτά, δεν τ’ αφήνει να ξεκολλήσουν από τα γλιτσιασμένα νερά της λίμνης. Έμαθαν να κάνουν το καλό, να αγαπάνε τους ανθρώπους και να φροντίζουν εκείνους που οι άλλοι περιφρονούν. Ξέρουν ότι η φιλία είναι σαν το λογαριασμό στην τράπεζα, πρέπει να δίνεις για να παίρνεις και όμως στο τέλος θα χρεωθούν πολλά χωρίς καν να φταίνε.  Έτσι είναι η ζωή, άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους αφήνει στου βάλτου τα λασπόνερα, παρέα με τα γελάδια, τ’ αλογοφόραδα, τα πρόβατα, τις αγριόπαπιες και τα ψαροπούλια. Μεγαλώνουν και γεράζουν λούζοντας τα παιδιάτικα όνειρα στ’ άλλοτε γαλανά  νερά της λίμνης και ζωντανεύουν έτσι της νιότης  τα παλιά.
Σημείο αναφοράς που ζωγραφίζει τα αλλοτινά και συμπληρώνει την ομορφιά της σκέψης είναι το παλιό λιμάνι του κάμπου. Μία ποδαράτη βόλτα προς τα εκεί δημιουργεί ρομαντικούς συνειρμούς και εικόνες από άλλες εποχές. Εκεί το κύμα της λίμνης ακόμα κουβεντιάζει με τις σάπιες πια κουπαστές των καϊκιών. «Δακρύβρεκτο το βλέμμα της φαντασίας, όταν γροικά τα περασμένα», λέει ο ποιητής.          

                                                   Δημήτρης  Μ.  Φίλιος
                                            Οικονομολόγος – εκπαιδευτικός

                                                filiosdimitrios@gmail.com

"Οι δουλευτάδες της γης" Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

    Περπατώντας στους αρμούς της ντοπιολαλιάς του κάμπου των  Ιωαννίνων και χρησιμοποιώντας το τραχύ γλωσσάρι της περιοχής, θα  γυρίσουμε κάποιες δεκαετίες πίσω για να περιγράψουμε ένα κομμάτι του τρόπου ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου.

Οι καμποχωρίτες, με τον ερχομό της άνοιξης, μοιάζουν με μελίσσι που σκορπάει στα λιβάδια και στην ανθισμένη φύση. Στ’ αμπέλια  πάνε λίγοι, οι άλλοι απλώνονται στον κάμπο δουλειές για να μαζέψουν.  Ζευγάδες χεροδύναμοι, βόδια οκνά, άναργα  στην αυλακιά,  άλογα γοργά, ζυγός, φαλάγγια, αλέτρι και λαιμαριές μεταφέρονται στις καλύβες των χωραφιών. Τα οργώματα και η σπορά  ξεκινάνε από τα κοντινά πρώιμα  ξερικά κτήματα και βδομάδα με τη βδομάδα πάνε προς τα αλαργότερα, που είναι πιο όψιμα και ποτιστικά. Έξω από το πρόγραμμα θα μείνουν τα βαλτοχώραφα που ακουμπάν στη λίμνη. Τα περισσότερα από αυτά  δεν κάνουν προκοπή και πολλοί είναι αυτοί που τα αφήνουν  χέρσα και τα χρησιμοποιούν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες για βοσκοτόπια, να  κρατάνε κάποιες μέρες του χρόνου  στην αγκαλιά τους τα ζωντανά χορτάτα.

          Με το άνοιγμα της δουλειάς κάποιες φαμίλιες μετακομίζουν  στα κτήματα. Κοιμούνται μέσα στις αχυροκαλύβες, μένουν κάτω από τις ιτιές και τα καλαμένια στέγαστρα. Για στρώμα έχουν την ψάθα, για σκέπασμα την κουρελού και μέχρι να τους πάρει ο ύπνος μετράνε τ’ άστρα του καταγάλανου ουρανού, ψάχνουν την πούλια και τον αυγερινό, χαζεύουν τα παιχνιδίσματα του φεγγαριού με την αύρα και τα νερά της λίμνης, ακούνε μελωδικές συναυλίες των φτερωτών τραγουδιστών της νύχτας, που συνοδεύονται από την πολυάριθμη και πολυφωνική ορχήστρα των μπακακιών του βάλτου. Είναι όμορφο να ζεις στις όχθες της λίμνης παρέα με τους ήχους του κάμπου, κάτω από την ξαστεριά και το λαγαρό φεγγάρι.

            Το ξημεροβράδιασμα στα χωράφια κρατάει μέχρι να μαζευτούν οι δουλειές. Απ’ το γλυκοχάραμα  ως το θάμπωμα της μέρας με τα τσαπιά και τα δρεπάνια στα χέρια, με τον ψεκαστήρα στις πλάτες, παλεύουν για το ψωμάκι,  το ρούχο  και της φαμίλιας το λαδάκι. Τους πλακώνει νυχτοήμερα  ο βραχνάς της δουλειάς. Το σκάλισμα, το πότισμα και ο θερισμός θέλουν χέρια και όρεξη για να τελειώσουν. Οι αγρότες του κάμπου γίνονται ένα με τη γη. Το χώμα ανακατεμένο με τον ιδρώτα τους γίνεται λάσπη στο κορμί τους. Ζαρκοπόδαροι  με τα παντελόνια  μαζεμένα μέχρι το γόνατο, αξύριστοι, άπλυτοι, ηλιοψημένοι, με το ψάθινο σκιάδι στο κεφάλι οι άντρες και με την άσπρη μαντίλα δεμένη πισωκέφαλα οι γυναίκες, παλεύουν, σαν τα θεριά κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο, στους μπαξέδες τους. Το καλαμπόκι από μέρες φύτρωσε και πάει μια πιθαμή πάνω απ’ το χώμα. Καλό σκάλισμα, δύο-τρία ποτίσματα  μέχρι να ισκιώσει από μόνο του, ένα ακόμη νερό στο στάχυασμα και σίγουρα ψωμωμένο σπυρί στ’ αμπάρι .Ο καιρός πάει καλά. Το μποστάνι πετάχτηκε και αυτό. Μετά το πρώτο  πότισμα στη ρίζα με ανακατεμένη στο νερό κοπριά, πήρε ανάσα, γέρεψε ο κορμός  και ξεθάρρεψε το κλαρί του. Σε λίγο θ’ ανθίσει και θα καρποδέσει. Ο κάμπος είναι ένας απέραντος φυσικός παράδεισος, αξεπέραστο βασίλειο της φύσης. Λίγα κτήματα σπαρμένα με δημητριακά, πολλά με μπαξέδες και κηπευτικά. Οι αγρότες  ξέρουν καλά τον τρόπο της παραγωγής και η πόλη είναι κοντά για να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην κατανάλωση. Ακάματοι δουλεύουν τη γη που τους γέννησε. Αύριο θα θερίσουν στα πρώιμα Παρασπόρια την ψωμωμένη βρίζα και  το μαυρομούστακο σιτάρι. Τα νέα βριζοτόπια και οι σιταριές γίνονται οι καινούριοι βοσκότοποι - μετά τους βαλτότοπους - για τα καλοθρεμμένα προβατοκόπαδα του κάμπου.

            Τους μήνες του καλοκαιριού, που η δουλειά ανάβει, στο χωριό δε βλέπεις άνθρωπο να πεις καλημέρα. Συνεταιρίστηκαν με τη γη· ξεχερσώνοντας, σκάβοντας και καλλιεργώντας το χώμα έπλασαν το χαρακτήρα τους. Έμαθαν να καρτεράνε, να υπομένουν και να υποφέρουν. Κάτω από το λιοπύρι ολημερίς μοχθούν για να προλάβουν τις ατέλειωτες δουλειές. Μόνο τα μεσημέρια με την κάψα τη μεγάλη οι ακούραστοι δουλευτάδες της γης παίρνουν μια ανάσα ξαπλώνοντας για λίγο  στους ίσκιους της γέρικης ιτιάς. Το στριφτό τσιγάρο δεν λείπει από το στόμα τους. Σαλιωμένο και κολλημένο στα σκαμμένα χείλη,  απαλαίνει την αποσταμάρα και ξεγελάει το νου.

            Το απογευματάκι, μόλις η θρασκιοβαρεμένη  λίμνη στέλνει τη δροσερή αύρα της στο ζεματισμένο κάμπο, έχουν πολλές δουλειές να αποτελειώσουν. Καλαμώνουν τη δεύτερη σκάλα της ντομάτας που θα δώσει καρπούς εκεί κατά το Σεπτέμβρη. Φυτεύουν  κουνουπίδια, μπρόκολα, σέλινα. Στο τόπο που είχαν τις πρώιμες πατάτες σπέρνουν σπανάκι, αντίδια, μαρούλια. Αυτή η δεύτερη σειρά σποράς κηπευτικών θ’ αρχίσει να δίνει παραγωγή,  πέρα το φθινόπωρο και θα στραγγίσει κοντά στα Χριστούγεννα.

              Τα ντόπια προϊόντα έχουν όνομα στην αγορά. Πρώτοι ξεπουλάν οι καμποχωρίτες την πραμάτεια τους στη λαϊκή της πόλης και μετά οι μεταπράτες.  Καλοκαιρινά φρούτα και λαχανικά, κιτρινόφλουδα πεπόνια με αρωματική γεύση, ολόγλυκα  πουλιούνται με τo κομμάτι. Η ποιότητά τους κρίνεται αποκλειστικά και μόνο με τη δοκιμή. Πιπεριές  μακρουλές για σαλάτα, στρογγυλές πράσινες για γέμισμα, καυτερές για τουρσί και τσιπουρίσιο μεζέ. Φρέσκα βεργίσια φασουλάκια, ένα προς ένα μαζεμένα, χλωρές μικροκαμωμένες μπάμιες, ολόφρεσκες  ντομάτες. Οι κεράδες με τα συρόμενα καρότσια και τις μεγάλες πάνινες τσάντες, στριμώχνονται  στη λαϊκή αγορά για να προλάβουν κάτι από την καμποχωρίτικη πρώιμη παραγωγή. Ο πάγκος σε λίγες ώρες σχεδόν  αδειάζει. Τα λίγα που απομένουν τα δικαιούται η φτωχολογιά της πόλης που τελευταία περνάει από κει για να διαπραγματευτεί χαμηλότερες τιμές ανάλογες του μεροκαματιάρικου πορτοφολιού της.

            Τα πρώτα λεφτουδάκια οι αγρότες του κάμπου, πριν τα καλοδιπλώσουν στην εσώκλειστη τσέπη της μπλετσοφάνελας, τα περνάνε από τα γένια τους έτσι για σεφτέ και για το καλό ξεκίνημα της παραγωγής. Πληρώνουν ζυγιστικά στο καντάρι, ναύλο στο βαρκάρη για τη μεταφορά, κάνουν και τις πρώτες αναγκαίες αγορές και γυρίζουν πάλι πίσω στο χωράφι, εκεί κοντά στους μπαξέδες, παρέα με τα φυτά, τα σκιάχτρα, τα πουλιά και τα ζώα. Γι’ αυτούς, μετά την οικογένειά τους, τα χωράφια είναι τα παιδιά τους. Από αυτά ζούνε. Γι’ αυτό τα φροντίζουν όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλες τις εποχές του χρόνου.

             Η μικρομάνα παρανιά, καθημερινά με τη σαρμανίτσα ζαλικωμένη στις πλάτες της και το μωρό στην αγκαλιά της, πηγαινοέρχεται και κείνη στον κάμπο για να βοηθήσει με όποιες δυνάμεις της απέμειναν. Ρίχνει κούνια στο φουντωτό κλαρί,  δίνει γάλα απ’ το ζεστό τον κόρφο της στο βυζαχταρούδι της, το κοιμίζει στην κρεμασμένη σαρμανίτσα και πάει στην αράδα του σκάλου. Μαζί με τις άλλες γυναίκες κυνηγάει το χώμα με το τσαπί, τη ρίζα να γεμίσει. Τα μεσημέρια, μέσα στη βαριά καλοκαιριάτικη κουφόβραση, όταν οι άλλοι  ξαποσταίνουν , παίρνει τα λερωμένα μωρουδιακά ρουχαλάκια, μαζί και τον κόπανο, στη φασκιά δεμένα, και τραβάει για τις πλυσταριές του Ζάρκου. Εκεί έξω στην ακρολιμνιά, δίπλα από τον όχτο, πάνω σε δύο γανωμένα ασπρολίθαρα με λίγες καλαμιές αναμμένες, ανάμεσά τους, ένα πρόχειρο τενεκεδένιο καζάνι ζεσταίνει νερό για το ζεμάτισμα των ρούχων. Οι μαυρόπλακες στημένες πλαγιαστά μέσα στα ρηχά νερά της λίμνης, λίγα μέτρα από τη στεριά, περιμένουν τις ξυπόλυτες και ξαναμμένες μικρομάνες να κοπανήσουν και να ξεβγάλουν τα αλλαξιάρικα σκουτιά και τα αργαλείσια σπάργανα.

            Δίπλα  στις πλυσταριές μια βάρκα δεμένη από τη ρίζα της ιτιάς  έχει περασμένα στα πλευρά της τα κουπιά και λιάζεται περιμένοντας τον αφέντη της να   ΄ρθει και μαζί να απλώσουν παραγάδι στ’ ανοιχτά.  Κάποιες προγκισμένες  φαλαρίδες, ανακατεμένες με τα τολμηρά βουτηχτάρια, αναζητούν τροφή στον παραδιπλανό  γλιτσιασμένο βαλτότοπο. Η μέρα σώνεται. Τα πρόβατα κοιλιασμένα αφήνουν την ακροβαλτιά και τραβιούνται προς τη χέρσα χωραφιά. Οι υπομονετικοί τσοπαναραίοι τα μαζεύουν και μέσα από τους στενούς τσουκνιδοφορτωμένους χωματόδρομους, αφήνοντας πίσω τους μπαξέδες και σταραμιές, τα πάνε για το αρμεχταργιό. Οι κουρούνες χορτασμένες  και αυτές από τα  γιουρούσια που έκαναν στα καλαμποχώραφα   και τα τριφύλλια του κάμπου, κράζοντας   ευχαριστημένες, γυρίζουν για κούρνιασμα  στα  βαθύσκιωτα  πλατάνια του λαγκαδιού.

             Ο ήλιος έγειρε, έσκυψε φίλησε τις απόμακρες γκρίζες βουνοκορφές και πάει σ’ άλλα μέρη, σ’ άλλες πατρίδες να ζεστάνει και  κει  τον κόσμο του. Χάθηκε στην αγκαλιά της δύσης,  πίσω από τη βοή της πόλης, αφήνοντας  για παρηγοριά, λίγο πριν το σκοτάδι, την ροδόχρωμη αχλή του.  Οι  αποσταμένοι  δουλευτάδες  της γης, ύστερα από μια ακόμα μέρα χωρίς τελειωμό, μαζί με τα ζωντανά, τις μικρομάνες και τα λιανοπαίδια,  γυρίζουν  κατάκοποι  στο κονάκι τους.  Φυτρωμένοι και ριζωμένοι στον τόπο  τους, ανακατεύοντας με το αλέτρι και το τσαπί  το χώμα που τους ταΐζει, έτσι και κάνεις να τους ξεκόψεις  από κει, βελάζουν σαν πεινασμένα αρνιά, μέρες κλεισμένα σε άδεια μαντριά.                                         

                                                                           Δημήτρης  Μ. Φίλιος                         

                                                                    Οικονομολόγος – Εκπαιδευτικός    

                                                                       filiosdimitrios@gmail.com                                          

                                                               

"Τα α μ π ε λ ο τ ό π ι α " Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος


Έξω  από το χωριό,  λίγο μετά από τα τελευταία σπίτια, συναντάς τα πρώτα καλοδουλεμένα και προσεγμένα αμπέλια. Προσηλιακά, απόγωνα  αμπελοτόπια, με παλιά κλήματα φυτεμένα, που αντέχουν στις κακές καιρικές συνθήκες της περιοχής, με  σχετικά καλές αποδόσεις, γεμίζουν  δεκαετίες τώρα τα κατώγια των νοικοκυριών  με γλυκό κρασί και νόστιμο τσίπουρο.
     Οι παλαιότεροι μιλάνε με αγάπη και θαυμασμό γι’ αυτά τα κτήματα, γιατί στα φτωχά και δύσκολα χρόνια, καλλιεργώντας τα, δεν τους άφησαν να πεινάσουν. Λίγοι είναι αυτοί που τα παράτησαν. Οι περισσότεροι τα καλλιεργούν και τα  περιποιούνται ακόμα. Για να κρατήσεις ένα αμπέλι ζωντανό και καρπερό  πρέπει να του χαρίσεις αρκετό  χρόνο και να του προσφέρεις  αγάπη και φροντίδα.
     Εκεί κατά το Φλεβάρη, μέσα στο βαρύ χειμώνα και το δυνατό βοριά γίνεται το σκάψιμο. Δουλειά για άξιους και χειροδύναμους δουλευτάδες. Μέρες ολάκερες κρατάει το ανακάτεμα στα χώματα Η αξίνα φθάνει μέχρι το κατάριζο. Πριν από το κλάδεμα που γίνεται με πολύ προσοχή και μεράκι από τους γεροντότερους, έχουμε αβγάταιμα του αμπελιού με τη μέθοδο της καταβολάδας. Δοκιμασμένη και πετυχημένη δουλειά.
     Την άνοιξη, προτού τα μάτια φουσκώσουν, μαζί με το σκάλισμα, ρίχνουν στην ξελακωμένη ρίζα και μια δίχειρη χούφτα χωνεμένη κοπριά. Η καλή περιποίηση, του κορμού και της ρίζας, δίνει γερή κληματόβεργα τον Απρίλη, ζουμερό σταφύλι το Σεπτέμβρη, γλυκό κρασί το Φθινόπωρο.
     Το βλαστολόγημα, το ράντισμα και το κορφολόγημα το αναλαμβάνουν οι μεσόκοποι. Όλες όμως οι ηλικίες, παιδιά, νέοι, γέροντες, δίνουν το παρόν στον τρύγο. Σωστό πανηγύρι το μάζεμα των σταφυλιών. Με γιορταστική διάθεση συγγενείς, φίλοι και γείτονες, πάνε να βοηθήσουν. Οι καταπράσινες πλαγιές και οι λογγοζωσμένες  χωραφιές  γύρο από τους αμπελότοπους  αποκτούν ζωντάνια και χάρη την εποχή αυτή. Όλοι οι δρόμοι στην περιοχή φιδογυρίζουν ανάμεσα στα κλήματα και το μάτι σου δε χορταίνει την ομορφιά της χινοπωριάτικης φύσης. Από τα χαράματα οι άντρες φορτώνουν στ’ άλογα τα κοφίνια, τις καλάθες και τα καλαθάκια και μέσα από τα πανέμορφα μονοπάτια βρίσκονται στο αμπέλι για τις πρώτες ετοιμασίες του τρύγου. Οι γυναίκες θα πάνε αργότερα, γιατί πρέπει να συγυρίσουν το σπίτι και να μαγειρέψουν  για τους τρυγητάδες. Οι γιαγιάδες μαζί με τα εγγόνια και τις μανάρες κατσίκες φτάνουν αργοπορημένα.  
     Ο τρύγος αρχίζει. Η περιποίηση του κρασοστάφυλου  γίνεται επιτόπου. Διώχνουν τις ξερές, τις σάπιες και λαβωμένες ρόγες και το τσαμπί μπαίνει καθαρισμένο στο καλάθι. Τα πρώτα σημάδια είναι καλά. Τα σταφύλια πολλά και γλυκά, με εκλεπτυσμένο άρωμα και βελούδινη γεύση. Όσο τα αμπελοβλάσταρα  ανακατεύονται από τα στιβαρά χέρια της εργατιάς, τα κλήματα αδειάζουν, τα κοφίνια γεμίζουν, η κουβέντα μεγαλώνει και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν. Τα προξενιά στις ανύπαντρες και τους ελεύθερους πάνε κι έρχονται. Η τραμουζάνα με το περσινό κρασί γυρίζει από στόμα σε στόμα. Η μεθυστική του γεύση,  λύνει τη γλώσσα και μεγαλώνει τη φαντασία.  Η σκέψη  είναι αχαλίνωτη και η λαλιά ελεύθερη. Το τι έχει ο καθένας  στο νου του  θα το φέρει στη γλώσσα του. Το μυαλό δεν κουράζεται, μόνο τα χέρια υποφέρουν από το βάρος και η μέση από το σκύψιμο.
     Η θεια - Σοφία, άξια γυναίκα, με πολύ όρεξη, πειραχτική διάθεση, καθαρή άρθρωση και λαγαρή φωνή, λέει τα νέα από τον κάτω μαχαλά. « Πόσα πρόβατα γέννησαν στο κοπάδι του πατέρα της, πόσα φορτώματα καλαμπόκι μάζεψαν στα Κεραμαριά του μπαρμπα - Χρήστου, τι υφαίνει στον αργαλειό η κυρα - Αρετή, πότε  μάλωσαν οι καινούργιες συμπεθέρες της γειτονιάς και γιατί».
     Η θεια - Ρίνα, δυνατή και κείνη στην κουβέντα, απαριθμεί τα νέα απ’ όλο το χωριό.  Ο άντρας της είναι κλητήρας στην κοινότητα και ξέρει πολλά. « Ποιος καταπάτησε κοινοτική έκταση, ποιος το Σάββατο θα πάει κατηγορούμενος στον αγρονόμο, ποιος είναι κουμπάρος στο γάμο την Κυριακή» και άλλα πολλά  και διάφορα.
     Ο παππούς με το καλάθι στο χέρι  γυρίζει στα καρποφόρα δένδρα, που από χρόνια είναι φυτεμένα στις άκρες του αμπελιού και μαζεύει μήλα, σύκα, κυδώνια. Οι αχλαδιές φέτος δεν έχουν καρπούς γιατί τα μπολιάσματα πάνω στην γκορτσιά είναι μικρά. Μόλις δύο χρόνια πέρασαν από τότε που ο μπαρμπα - Μίλτος, ειδικός στο μπόλιασμα, αντικατέστησε κάποια αγριόδενδρα με πολύ καλές ποικιλίες αχλαδιάς.
     Τα δυο μεγαλύτερα πρωτοξάδερφα,  ο Δημήτρης και ο Μιχάλης ετοιμάζουν τα φορτώματα, τ’ άλογα, τις σκάλες, τις διχαλωτές φορτωτήρες και τις τριχιές. Θέλουν να δείξουν ότι είναι άξιοι συνεχιστές της παράδοσης και του εθίμου. Ονειρεύονται επέκταση  των αμπελώνων με  παραδοσιακές ποικιλίες, τυποποίηση των κρασιών και εγγύηση ποιότητας. Ο ένας θέλει να σπουδάσει γεωπόνος και ο άλλος οινοποιός.
     Τ’ αμέσως μικρότερα δεν ξέρουν τι θέλουν. Δεν μπήκαν ακόμα στο νόημα του αμπελιού  και στην αξία του σταφυλιού. Κάποια πήγαν στη ρεματιά να παίξουν με τα τρεχούμενα ολοκάθαρα, γαργαριστά νερά και τα υπόλοιπα με μια ανάσα βρέθηκαν στην κορφή της τσούγκας. Μαζεύουν κράνα, αγριόμουρα και κάνουν τσουλήθρα στο γκρεμό. Ζούνε στον κόσμο τους ακόμα. Παιδιά είναι, άστα να χαρούν τη φύση και την τρέλα της νιότης, λέει η γιαγιά.
     Η συγκομιδή του σταφυλιού από τους φανατικούς φίλους του τρύγου και του κρασιού   συνεχίζεται. Τα κοφίνια, το ένα κοντά στο άλλο, γεμίζουν. Τα λεβεντόκορμα   παλικάρια φορτώνουν και κουβαλάνε τη σοδιά στο κατώι του σπιτιού.
     Από μέρες τώρα ο βαρελάς από το βλαχοχώρι πήρε το μήνυμα  και εδώ και δυο βδομάδες με το σακίδιο γεμάτο εργαλεία παλεύει τα ταλάρια, τους κάδους και τα βαρέλια. Πριν το ρούπωμα τα καθαρίζει μέσα-έξω, αλλάζει τις σαρακωμένες  δόγες, βάζει ψάθα στις πλατειασμένες ραφές, χτυπά τα τσέρκια για να σφίξουν τα πλαϊνά, ελέγχει τους πίρους, τους πάτους και τα φουντώματα. Η προέλευση του ξύλου από το οποίο είναι φτιαγμένο το βαρέλι, το μέγεθος και η ηλικία του, είναι παράγοντες καθοριστικής σημασίας για την βελτίωση του κρασιού.
     Το πατητήρι συντηρημένο, ρουπωμένο, πάνω στο πεζούλι, έτοιμο να δεχτεί το πλούσιο σε χυμό, ζάχαρα και γράδα  προϊόν. Το πάτημα αρχίζει, ο μούστος ρέει στα καλαϊσμένα αγκιά και από κει μεταγγίζεται στα μεγάλα ξύλινα ταλάρια. Φέτος το καλοκαίρι ήταν ζεστό, χωρίς πολλές βροχές, γι’ αυτό η παραγωγή πήγε καλά. Τα σταφύλια πεντάγλυκα. Γεμάτα τσαμπιά με τραγανές, άσπρες, ροζέ, και  κόκκινες   ρώγες που βγάζουν καλό και γλυκό μούστο. Σε λίγες μέρες γίνεται το πρώτο σύρσιμο. Ο μούστος μπαίνει  στα κρασοβάρελα, δίπλα από το περσινό ξανθό γιοματάρι και το προπέρσινο κόκκινο σώσμα με την τραχιά του γεύση. Η ζύμωση  και η παλαίωση γίνεται καλύτερα στα δρύινα βαρέλια, αλλά και αυτά που είναι από ρόμπολο δίνουν κρασιά που εντυπωσιάζουν κάθε ουρανίσκο.
      Η σχέση του αμπελουργού με το κρασί εκσυγχρονίζεται και συστηματοποιείται. Κρασιά ανώτερης ποιότητας με παραδοσιακό τρόπο φτιαγμένα και με οικογενειακά μυστικά, καλά φυλαγμένα από τους αμπελοκαλλιεργητές. Η εμπειρία προσθέτει καινούριες αρωματικές συνθέσεις σε χρώμα και γεύση. Το φετινό κοκκινέλι είναι ένα αριστούργημα παραγωγής που προκαλεί το χρόνο να το επιβεβαιώσει.
   Τα τσίπουρα (στέμφυλα) χωρίς την καλούπα μεταφέρονται στα ταλάρια για ρακί. Σαράντα μέρες μετά, εκεί στα μέσα Νοέμβρη, αρχίζουν τα αποστάγματα. Στην Ήπειρο τους δυο τελευταίους μήνες του χρόνου βράζει ο τόπος. Ρακί ή τσίπουρο λέγεται το απόσταγμα των υποπροϊόντων του σταφυλιού. Τσικουδιά το λένε στην Κρήτη, ζηβανία στην Κύπρο. Κάθε περιοχή υπερηφανεύεται για την ποιότητα του προϊόντος, τα  υψηλά γράδα του, και τον τρόπο απόσταξής του. 
     Ρακοκάζανα, λουλάδες, ψύχτες, αγκιά, χωνιά και τραμουζάνες όλα συμμετέχουν στη σειρά για να βγάλουν το απόσταγμα. Η φωτιά ανάβει. Τα τσίπουρα στο σφραγισμένο καζάνι βράζουν, ο λουλάς αμπουριάζει, ο ατμός προχωράει στο σιδερένιο ψυκτοβάρελο, υγροποιείται και ως ρακί  πλέον στάζει στο γυάλινο μαστραπά. Το πρωτοράκι είναι βαρύ, σκέτο σπίρτο, δε γλωσσιάζεται και το χρησιμοποιούν σαν γιατροσόφι για εντριβές το χειμώνα. Το μεσόβγαλμα γλυκόπιοτο και το αποράκι  πάει για πισωγύρισμα στο επόμενο καζάνι. Αποστάγματα σταφυλιών, αμπελουργών μεράκια λέει και ξαναλέει ο νοικοκύρης του σπιτιού. Σε λίγο να και οι δοκιμαστάδες. Το καμποχώρι των Λογγάδων, ένα από τα μεγαλύτερα ρακοχώρια της περιοχής των Ιωαννίνων, διαθέτει ντόπια γραδόμετρα. Ρακοπατέρες τους βάφτισε ο παππούς. Γεροί τσιπουράδες. Ρίχνουν το ρακί στη φωτιά και από το χρώμα  και το φούντωμα της φλόγας καταλαβαίνουν τα γράδα. Είκοσι δύο λέει ο πρώτος, όχι είκοσι τρία απαντάει ο δεύτερος που έριξε κανά δύο στο λαρύγγι χωρίς να περάσουν καν από τη γλώσσα του. Η ρακοποσία θέλει ρέγουλο, βαράει κατακέφαλα, ειδικά τους νέους οπαδούς της.
     Οι εκλεκτοί επισκέπτες  κρατάνε συντροφιά στους καζανοβγάλτες, βοηθάνε στην αλλαγή των καζανιών, ετοιμάζουν τα επόμενα, συμπάνε τα μισοδαύλια για να  ρυθμίσουν  τη φλόγα της φωτιάς, αλλάζουν βάρδιες μεταξύ τους, ξεκουράζονται γιατί τα ρακοαποστάγματα κρατάνε μέρες και φέρνουν κόπωση. Είναι όμως μια καλή ευκαιρία για απλές, ήρεμες συναντήσεις, με άφθονο ρακί στα ποτήρια,  εκλεκτούς μεζέδες στα πιάτα και μπόλικη κουβέντα γύρο από την φωτιά.
     Τα αμπέλια μετά τον τρύγο δεν ερημώνουν. Υπάρχουν πολλές δουλειές ακόμα εκεί που περιμένουν τον τελειωμό τους. Οι άντρες πρέπει να επιδιορθώσουν  τα μισογκρεμισμένα πεζούλια που κρατάνε δεμένες τις αναβαθμίδες του αμπελιού, να κλείσουν τα περάσματα για τα ξένα ζωντανά και τα ζουλάπια του λόγγου, να σκάψουν τα αυλάκια που παίρνουν τα νερά από τις νεροσυρμές, να κόψουν από τους όχτους τις πουρναρότουφες που πιάνουν την ανάσα στα κλήματα και να τακτοποιήσουν ό,τι λειψό και ανάποδο βρεθεί μπροστά τους.
     Ο παππούς με τους βοσκούς θα επισκευάσουν την καλύβα. Θα αλλάξουν τον ξυλότυπο της στέγης και θα αντικαταστήσουν τη σάπια βριζάλα της. Εκεί στο ξέφωτο, το κρύο πετσοκόβει και, όταν  η φύση ανεμοδέρνεται και η χωραφιά  νεροποντιάζει η καλύβα στ’ αμπέλι φιλοξενεί τους  δουλευτάδες της γης και τους  τσοπαναραίους της ράχης.      
        Καλά τελειώματα για φέτος και για  του χρόνου  καλή προκοπή, με διπλάσια παραγωγή και γλυκό κρασί.              
                                                                     Δημήτρης   Μ.  Φίλιος 
                                                               Οικονομολόγος -  εκπαιδευτικός  

                                                                  filiosdimitrios@gmail.com                                                                                  

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Δημοσιεύματα Ηπειρωτών Λογοτεχνών - Αφηγήματα - Αναμνήσεις

Γιάννενα!!!!!!!!!!!!!!!!
Πρώτα στα Άρματα,στα Γρόσια και στα Γράμματα!!!


Αγαπητοί μου φίλοι,
Αποφάσισα να κάνω αυτή τη σελίδα,για να σας παρουσιάσω διάφορα Δημοσιεύματα και Αφηγήματα Ηπειρωτών,έτσι για να μείνουν τα γραφούμενα,που θυμίζουν περασμένες Εποχές και γεγονότα!!!
Όποιος Ηπειρώτης επιθυμεί, να Δημοσιεύσει τα δικά του κείμενα στη σελίδα μας,μπορεί να μας τα στείλει στο E-mail: gnpapa@otenet.gr και θα τα ανεβάσω με όνομα και στοιχεία που επιθυμεί!!

Για αρχή ,ξεκίνησα με τα αφηγήματα του Δημήτρη Φίλιου και τις μικρές Ιστορίες του χωριού του Νίκου Παπαχρήστου και της Αγνής Ζάρρα - Κουτσογιαννίδη!!!!

Για να διανθίσουμε και λίγο με Humor τη σελίδα μας,δημοσιεύουμε και μερικά Ευθυμογραφήματα, Ντοκουμέντα και ειδικά Αστυνομικά συμβάντα διαφόρων Εποχών!!!

Φιλοδοξώ,να εμπλουτίζω καθημερινά τη σελίδα μας,με την δική σας παρουσία στον γραπτό λόγο!!!

Με εκτίμηση
Ο Δημιουργός της σελίδας
Νίκος Παπαχρήστος

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Ο κηπουρός του παραδείσου!!!! Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

Σ’ αυτούς που έφυγαν
                                      
                                  Ο  κηπουρός  του  παραδείσου



Όταν θέλεις να γράψεις κάτι για πολύ αγαπημένα σου πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή πρόσφατα, το χέρι σου μουδιάζει, το μυαλό σου θολώνει, οι σκέψεις περιπλανιούνται, ανακατεύονται με το παρελθόν και ο γραπτός λόγος δεν έχει ούτε σειρά ούτε συνοχή ούτε τέλος ούτε αρχή. Αυτή η συναισθηματική φόρτιση φουντώνει, κομποδένει  το λαιμό σου και τα αισθήματα ξεχειλίζουν από τα δακρυσμένα μάτια σου.  Καρδιοπιάνεσαι  όταν το αγαπημένο σου πρόσωπο που χάθηκε είναι ο ίδιος ο γονιός σου, ο πατέρας σου.
             Ο μπάρμπα Μίλτος- έτσι τον φωνάζουν όλοι-  πρωτόειδε το φως και τη ζωή  πριν ενενήντα τόσα χρόνια στο χωριό Λογγάδες (Αρδομίστα). Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στον κάμπο, καταμεσής της χωραφιάς, δίπλα από τα αραποστόφυλλα και τις σταραμνιές. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια της εποχής εκείνης. Ορφάνεψε από τα παιδικά του χρόνια και αυτό τον σημάδεψε δυνατά. Πάλεψε σκληρά για να κρατήσει το σπίτι ανοιχτό, να ταΐσει τη χήρα μάνα του και τα μικρότερα ορφανά αδέλφια του. Το φάρμακο για το ξεπέρασμα των προβλημάτων της ορφανεμένης οικογένειας ήταν η συνεννόηση  και η μεγάλη αγάπη που είχαν μεταξύ τους τα αδέλφια αλλά και οι νυφαδιές που μπήκαν σ’ αυτό το σπιτικό. Όλοι τους εκτιμούσαν τον αγώνα του μεγάλου αδελφού και έτρεφαν σεβασμό στο πρόσωπό του. Τον αγαπούσαν όχι μόνο σαν αδελφό αλλά και σαν πατέρα τους. Ήταν ο συμβουλάτοράς τους. Συμπαραστάτης, συναγωνιστής και συνοδοιπόρος σε όλα τα στάδια της ζωής του ήταν η υπομονητική και δυναμική σύζυγός του. Ικανή γυναίκα, άξιζε να είναι δίπλα του. Ο Θεός την άφησε πίσω για  να ανάβει το καντήλι του και να ρίχνει κάνα τρισάγιο στη μνήμη του.
            Ακούραστος δουλευτής της γης που τον έθρεψε και του μεγάλωσε την οικογένειά του. Ανακατευόταν με αμπέλια, μπαξέδες, μικρά και μεγάλα ζωντανά και, όταν του περίσσευε χρόνος, έπιανε τη βαριά και το σφυρί και τσοκάναγε τα λιθάρια  καταλακής της ρεματιάς. Διέθετε μαστοριά στο πελέκημα, το σκάλισμα και το χτένισμα της πέτρας. Πλακόστρωνε αυλές, έχτιζε τοίχους, πεζούλια, αυλόπορτες, χαγιάτια. Του έπιανε το χέρι και του έκοβε το μυαλό. Έδινε τεχνικές λύσεις εκεί που δεν περίμενες και ομόρφαινε την δουλειά του με τον καλό λόγο και την πείρα του.
            Περηφανευόταν για τα γλυκά κρασιά και τα νόστιμα ρακιά που έφτιαχναν τα αμπελοτόπια του. Οικογενειακά μυστικά κράταγαν την ποιότητα της παραγωγής διακριτικά ψηλότερα.
             Καμάρωνε για τη μόρφωση των παιδιών του και χαιρόταν για τις σπουδές των εγγονών του. Συμβούλευε και άλλους να στείλουν τα παιδιά στα γράμματα, γιατί πίστευε ότι η γνώση είναι πλούτος αξεπέραστος. ( Όποιος σπέρνει καλαμπόκι, έλεγε, βλέπει ένα χρόνο μπροστά, όποιος φυτεύει καρποφόρα δένδρα δέκα χρόνια μακριά. Όποιος  όμως σπουδάζει  παιδιά, βλέπει πενήντα χρόνια μακρύτερα  από τους άλλους).
            Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του δέθηκε με τη θρησκεία και το Θεό του. Ήταν επίτροπος της ενορίας  για πολλά χρόνια και βοήθησε μαζί με άλλους χωριανούς αποτελεσματικά στην αποπεράτωση της καινούργιας εκκλησίας του χωριού.
Όταν τα γηρατειά φορτώθηκαν για τα καλά στις πλάτες του και οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, άφησε τα αμπέλια και τα χωράφια και περιορίστηκε στον κήπο και στον αυλόγυρο του κονακιού του. Είχε φτιάξει μια παραδεισένια φωλιά έξω από τα παραθυρόφυλλά του σπιτιού του. Περίεργα καρποφόρα δένδρα στολίζουν το περιβόλι του. Κερασιές, μηλιές, φουντουκιές, συκιές, αχλαδιές, ροδακινιές, κυδωνιές και γύρω-γύρω οι κληματαριές με πλούσιες ποικιλίες σταφυλιών. Ο λαχανόκηπος όλες τις εποχές του χρόνου κάτι έχει να σου δώσει. Μαρούλια, αντίδια, μπρόκολα, κουνουπίδια, καρότα, σέλινο, μαϊδανό, ντομάτες, πιπεριές.
 Ο μεγάλος του όμως έρωτας ήταν τα λουλούδια. Το μεράκι του είναι ζωγραφισμένο στον ανθόκηπο της αυλής του. Κοντοκλαδεμένες πολύχρωμες τριανταφυλλιές ξεχωρίζουν ανάμεσα από τις πυκνολούλουδες  αγιοδημητριές. Φουντωτές ορτανσίες, καλλωπιστικά φυτά, περιποιημένα πυξάρια σε σειρά βαλμένα, δημιουργούν σχήματα με περίεργους  γεωπονικούς συνδυασμούς. Εκείνος ανάμεσά τους τα βλαστολογάει, τα ποτίζει, τους τραγουδάει και κείνα ακούνε και νοιώθουν, χορεύουν και χαμογελούν από ευχαρίστηση. Αγαπούν τον νοικοκύρη τους. Ο μπάρμπα Μίλτος ζει για τα φυτά και κείνα γι’ αυτόν.

Ενενήντα χρονών και κάτι και ακόμα δεν σταματάει. Αυτό είναι το μεράκι του. Χορταίνει  τη ζωή του με αυτό που κάνει και αισθάνεται ευχαριστημένος γι’ αυτό που είναι.
            Οι άνθρωποι όμως δεν είναι αθάνατοι. Ο Θεός ήθελε ένα καλό κηπουρό για τους ανθόκηπους του Παραδείσου στον άλλο κόσμο. Έστειλε λοιπόν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα (29 Μάη του 2015 ήταν) τον άγγελό του, τον πήρε μαζί του και τον έβαλε στη δούλεψή του για να μοιράζει από κει πάνω την ευωδιά της πολύχρωμης ανοιξιάτικης φύσης, κάτι που τόσο καλά ο ίδιος ο Παντοδύναμος του είχε μάθει να κάνει εδώ. Έτσι ξαφνικά, απλά, και ήρεμα σταμάτησε η ανάσα του. Η πληγωμένη καρδιά του δεν άντεξε στο σφίξιμο του δυνατού πόνου  και έπαψε  να λειτουργεί. Η ζωή και ο θάνατος, αν και δεν συναντιόνται ποτέ, είναι πολύ κοντά, τους χωρίζει μόνο μια αναπνοή. Έφυγε για πάντα από τούτο τον κόσμο, ταξίδεψε στους ουρανούς, πήγε στη γειτονιά των Αγγέλων,  κατευχαριστημένος για τα χρόνια που έζησε και για αυτά που έφτιαξε και άφησε πίσω του.
            Ήταν άνθρωπος ευγενικός και φιλήσυχος, καλόκαρδος και βολικός, φιλότιμος και καταδεχτικός, διέθετε καλοσύνη και εντιμότητα, βοηθούσε εκείνους που έπρεπε, όσο μπορούσε. Ήταν αγαπητός, σεβαστός και αποδεκτός απ’ όλους. Ο πειραχτικός του λόγος σκόρπιζε το γέλιο και τη χαρά σε συγγενείς, φίλους και γείτονες. Έλεγε τη γνώμη του ελεύθερα και θαρρετά. Αγαπούσε τη ζωή και δεν φοβόταν το θάνατο. Παρά τα προχωρημένα γηρατειά του  δεν ήθελε να πάρει μπαστούνι στο χέρι. Περπατούσε λεβέντικα και χαμογελώντας έλεγε τις καλημέρες του τα πρωινά που πήγαινε στο φούρνο, στο μανάβη, στο μπακάλη. Δούλευε στου κήπου τα φυτεμένα σφυρίζοντας και  μονολογώντας, μέχρι τα τελευταία του. Περήφανος γέροντας. Δεν του ταίριαζε το κρεβάτι του πόνου, γι αυτό και έφυγε όρθιος, στα πόδια του, με το κλαδευτήρι στο ζωνάρι και την ορμήνια στο στόμα.
            Καλό σου ταξίδι πατέρα. Καλό δρόμο να έχεις παππού. Εμείς εδώ θα φροντίζουμε τον κήπο και τα λουλούδια σου. Θα σε αγαπάμε και θα σε θυμόμαστε για πάντα.
                                                    Δημήτρης Φίλιος του Μιλτιάδη
                                                                   Οικονομολόγος      

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Σεξουαλικό Έγκλημα της 10ης Νοεμβρίου 1894

Ευθύνη της Χωροφυλακής στα τέλη του 19ου αιώνα εκτός από την τήρηση της τάξης, ήταν και το κυνήγι των παράνομων ζευγαριών που ερωτοτροπούσαν σε δημόσιους χώρους. Στο στόχαστρο βρέθηκαν ακόμα και  νεαρές κοπέλες έπρεπε να λογοδοτήσουν για τη συμπεριφορά τους. Ειδικά εάν με την στάση τους  προκαλούσαν τα λεγόμενα χρηστά ήθη. Η  επιστολή του ενωμοτάρχη στην Κούλουρη της Σαλαμίνας, είναι ένα πραγματικό ντοκουμέντο που μαρτυρά ότι οι χωροφύλακες έστηναν επιχειρήσεις παρακολούθησης ζευγαριών, που ζούσαν τον έρωτά τους μακρυά από αδιάκριτα βλέμματα σε απόμερα σημεία, ακόμα και στην εξοχή.Έστηναν ενέδρες και έκαναν εφόδους σε δασάκια, ακρογιαλιές και άλλα σημεία που δεν φώτιζαν  επαρκώς οι λιγοστοί φανοστάτες στους δημόσιους δρόμους. Επιπλέον όμως, η επιστολή δείχνει ότι ο χωροφύλακας είχε την εξουσία να κάνει κάθε είδους έρευνα για να βρει τους ενόχους των ανάρμοστων συμπεριφορών. Οι  ερωτοτροπίες θεωρούνταν αδίκημα και μάλιστα βαρύτατο για τις νέες της εποχής εκείνης (1894). Όπως αναφέρει στην επιστολή του ο χωροφύλακας  για τον εντοπισμό της παραβάτιδας θα πήγαινε στο τοπικό πανηγύρι και θα έψαχνε να βρει σε ποια κοπέλα ταίριαζε η παντόφλα που είχε βρει στον τόπο του «εγκλήματος»! Άγνωστο είναι εάν ο δαιμόνιος εκπρόσωπος του νόμου εμπνεύστηκε την έρευνα από  το παραμύθι της Σταχτοπούτας, αλλά μοιάζει να έφερε την φαντασία στην εξουσία… Όπως ο υπασπιστής του πρίγκηπα  έψαχνε στο παραμύθι να βρει σε ποια καλλονή ταίριαζε το γοβάκι που είχε αφήσει στον χορό, έτσι και ο ενωματάρχης  θα έψαχνε μία – μία τις κοπέλες για να δει σε ποια ταιριάζει η παντούφλα. Δεν έχει σημασία εάν αυτή η έρευνα θα εξέθετε όλες τις γυναίκες, που ενδεχομένως να είχαν  το ίδιο μέγεθος στο πόδι, αλλά αυτό ήταν προφανώς μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι ο συνοδός της δεσποινίδας ή της κυρίας, περιγράφεται λίγο ως πολύ ως διαφθορέας που ήρθε από την Αθήνα για να μολύνει την ήσυχη και ανυποψίαστη τοπική κοινωνία. Μάλιστα στην αναφορά επισημαίνεται ότι ο δράστης έφυγε κρυφά από το πορθμείο, προφανώς για να δείξει ότι η αστυνομική έρευνά ήταν πλήρης και ο χωροφύλακας εκτέλεσε με ζήλο τα ερευνητικά καθήκοντά του. Ο δραστήριος  και επίμονος Ενωματάρχης Μιχαήλ Ζουλαχμάκης θεώρησε το ζήτημα μεγάλης σημασίας και  ενημέρωσε εγγράφως τους προϊσταμένους του, ενώ πειστήριο κράτησε  τη σκελέα της κοπέλας, δηλαδή το εσώρουχό της. 

Ακολουθεί η επιστολή:... 

Αναφορά προς το αρχηγείο της Χωροφυλακής.

 Εν Κούλουρη τη 10η Νοεμβρίου 1894   

Προς τον Σεβαστόν και αξιότιμον αρχηγόν Αθήναζε  

Έχω την τιμή να σας αναφέρω τα κάτωθι που υπέπεσαν εις γνώσιν μου. 

Χθες περί λίχνων αφάς καιροφυλακτίσας λάθρα και υπούλως, συνέλαβον ζεύγος ερωτομανές, αποτελούμενο μιας εγχωρίου νεανίδας κι ενός αλλοφύλου άρρενος εις απρεπήν στάσην αλλά λόγω του δημοτικού σκότους και ελλείψει ιδιωτικού φαναρίου εις χείρας μου, απέδρασαν και εξακολουθούν απέδρα, αφήσαντες ακουσίως εις τον τόπο του εγκλήματος, τα τεκμήρια της ανόμου πράξεώς τους, την τε γυναικείαν σκελέαν, την εγχώριον παντούφλαν και τε τον πήλον του αλλόφυλλου άρρενος, άτινα συνέλαβον άνευ αντιστάσεως τίνος. 

Ο ανήρ διετέλη ενταύθα εξ Αθηνών προσωρινώς και επί συστάσει εις πανδοχείον και απέδρα περί το λυκαυγές κρυφίως και υπούλως, δια του πορθμείου.
   
Αύριο θα επωφεληθώ της ενταύθα ζωοπανηγύρεως και ήθελον προβάλλειν την εγχώριον παντούφλαν εις τους πόδας των γυναικών προς αναγνώρισιν της ενόχου οικοδεσποτίσης, ταύτης κηρυχθήσεις εις άγνοιαν. 

Την σκελέαν κρατώ ως πειστήριον.

 Ευπειθέστατος 
ο Αναφέρων 
Μιχαήλ Ζουλαχμάκης 
Ενωματάρχης  ... 

Διαταγή του Χωροφύλακα!!!!! Αποφασίζει και διατάζει,ανθρώπους,σκυλιά,γαϊδούρια...

Αστυνομική εγκύκλιο του 1907

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ


Προς απάσας τας αρχάς που διοικούν το χωρίον Ματαράγκα Καρδίτσης: Δήμαρχο, ιερέα του χωρίου, Δάσκαλο και απαντάς τους προύχοντας του χωριού. Ήλθα εις Ματαράγκαν κατόπιν διαταγής του Διοικητού μου μετά ενός χωροφύλακος προς επιβολήν της τάξεως από άκρου εις άκρον του χωρίου άνευ χρονοτριβής και άμεσα.
Διότι προχθές στο σιργιάνη μετά την θίαν και Ιεράν Λιτουργίαν εν το Ναό όταν έπεζαν τα κλαρίνα και τα όργανα ο Κώστας (ας μην αναφέρο το όνομά του) χόρεβ σινέχια μπροστά χορίς να αφίνη και τους άλους να χορέψουν μπροστά με κατά σινέπια παραξιγιθίκατε και πλακοθίκατε στο ξίλο με τα παλούκια και. τα μαχέρια με αποτέλεσμα και κατά σινέπια να τραβματιστούν πολοί άνθροποι.
Πάραφτα να εφαρμόσετε απάσας τας εξής διαταγάς μου:
1) Αν ζανασιμβή τιάφτη πράξης εν τω χωρίο να γνορίζετε ότι θα σας συλλάβω και άνεφ χρονοτριβής άμεσος θα σας κλείσο στη φυλακή. Όταν πέζουν τα κλαρίνα και τα μουσικά όργανα στο σιργιάνη στο πανιγίρη και στο γάμο πρέπη να χορέβουν μπροστά άπαντες που επιθιμούν να χορέψουν και όχι μόνο ο ίδιος άνθροπος. Αφτό είνε γαηδουριά.
2)Μου αναφέρθικε ότι ο γάηδαρος του χαντζόπουλου τον Σεπτέμριο μπίκε στο καλαμπόκ του Βάϊου (ας μην αναγράψο το επίθετο)και ο Βάϊος εκνεβρίστικε και κάρφοσε τον γάηδαρο με τιν αξάλη στο ένα καπούλη. Καταλαβένετε ο γάηδαρος δεν είναι o όνος αλά ο Βάϊος. Άνεφ πολόν σκέψεον καταλαβένη κανής ότι το κεφάλη δεν έχη μιαλό αλά κολοκιθόσπορο. Απαγορεύετε να ξαναγίνη εκ νέου τέτιο απαράδεκτο η παράμιο πράγμα.
3)Πήγα στο μαγαζη για κάφε και από έξο βρομούσε κατρουλιό. Απαγερεύετε να κατουράτε, έξω στον τίχο του μαγαζιού·
4) Απαγορεύετε το βρισίδιν το φονασκίν και εντός του καφενίου το ανεμίζιν διότι είναι χιμόνας, και εσθάνετε τις αποφορά από τι βρόμα. Όστις επιθιμή να ανεμιστή να εξέρχετε έξοθεν του καφενίου.
5) Ίδα πολές γυνέκες να πιάνουν τη σιγγούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρότα έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός.
6) Όταν λίαν προΐαν πάτε τα γελάδια στο γελαδάρη και γιρίζοντας πρέπη ανιπερθέτος να μαζέβετε τις βονιές των ζώον από το δρόμο, το ίδιο να κάνετε και το βράδη διότι δεν έχη που να πατίση όστις βαδίζη εις τας οδούς του χωρίου. Και έκτος του τιούτου σας χριάζοντε αι βονιές να ζεστένεστε στο μπουχαρί το χιμόνα με τα κρία.
7) Σε. κάθε πανιγίρι αποκριές Πάσχα και γάμους που βαδίζη καλοντιμένος ο κόσμος και πάι στην Εκλισία και μετά χορέβη στο σιργιάνια και στους γάμους πρέπη άπαντα τα σκυλιά να είναι δεμένα δια χονδρόν αλισίδεον και σχινίον προς αποφιγίν ατιχιμάτων εκ τον σκιλοδακομάτων.
8) Να μίν πίνετε πολί ινοπνευματόδη ποτά τσίπουρα και ίνους και μετά ξερνοβολάτε και κάνετε χαζαμάρες.
9) Να τιρίσετε άνεφ αντιρίσεος και χρονοτριβής την άνοθεν τάφτην διαταγήν μου άνθροπη σκύλη και γινέκες διότι όπιος συληφθή παραβάτις θα τον σιλάβο θα τον κλίσο στο σχολίο και αλίμονο του θα τον ταράξο και θα τον μαβρίσο στο ξίλο
Να με σινχορίτε αν έκανα κάπιο σιντακτικό λάθος καθότι τελίοσα και εγώ την τρίτη του Δημοτικού σχολίου διότι δεν με έστιλε ο πατέρας μου από το χωρίον στιv Λάρισσαν για να μάθο περισότερα γράματα Σαν γκαραγκούνις που είμε και εγώ καταλαβένετε άπαντες τας γραφάς μου τας οπίας θέλετε δεν θέλετε θα τας τίρισετε ανιπερθέτος.
Εν Ματαράγκα τη 8η Δεκεμβρίου 1907
Ο Διοικητής του Χωρίου
Νικόλαος Παπάκωνσταντινου
Υπονωμοταρχης

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Ο Κώστας με τη φλογέρα του!!!!


Από καιρό ήθελα να γράψω για ένα παλληκάρι του χωριού μας την Εποχή του 1955!!!!
Να γράψω τις παιδικές μου αναμνήσεις που μου έμειναν στο μυαλό μου ,και συντροφεύονται με τη μελωδία της φλογέρας που έπαιζε τις νύχτες με το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, ο Κώστας Αγγέλης πάνω στον Προφήτη Ηλία ,στη γνωστή μας τοποθεσία «Χάιδω».
Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τότε που ήταν όλα αγνά, τότε που παίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς κρυφτό και τρέχαμε στα λιβάδια τα βράδια, κυνηγώντας τις κωλοφωτιές (Πυγολαμπίδες) και αφού τις πιάναμε τις τρίβαμε πάνω στα χέρια μας και φωσφόριζαν, μοιάζοντας σαν φαντάσματα τις νύχτες………..
Αντιλαλούσε όλη η γειτονιά, από τα γέλια μας και τις φωνές μας, μέχρι αργά το βράδυ, όταν οι γονείς μας με φωνές και απειλές, μας καλούσαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας για να κοιμηθούμε και να φάμε το λιγοστό φαγητό που είχε ξεμείνει……
Ιδρωμένοι , και κουρασμένοι από το παιχνίδι, πίναμε λίγο κρύο νεράκι από το πηγάδι του χωριού, που έφερνε η μάνα μας με τη βαρέλα και αμέσως ξαπλώναμε έξω στην αυλή μας, πάνω στις μεγάλες και χοντρές ψάθες από ρογκόζιο που περίτεχνα έφτιαχναν οι γονείς μας, μαζεύοντας τον ρογκόζιο από τη λίμνη μας, την όμορφη και πεντακάθαρη Παμβώτιδα!!!
Καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας κοιτάζαμε ψηλά στον ουρανό, που έλαμπε από αστέρια, εντοπίζαμε κάποιους αστερισμούς και δείχνοντας με το δάχτυλο μας τη θέση του κάναμε όνειρα, ελπίζοντας για λίγα καλά, που θα θέλαμε να μας συμβούν!!!!
Ελπίζαμε για όσα καλά και αγαθά γνωρίζαμε ότι υπάρχουν, αφού δεν είχαμε πάει πουθενά αλλού εκτός από το χωριό και τα Γιάννενα και δεν γνωρίζαμε τι υπάρχει στον κόσμο!!!
Ούτε τηλεόραση, ούτε φυσικά Internet και Τεχνολογίες της Εποχής μας……….
Μεσάνυχτα, τα μάτια αρχίζουν να κλείνουν και ξαφνικά πάλι ηχούσε στα αυτιά μας η γνώριμη για μας φλογέρα………………………

Πάνω στο βουναλάκι στον Προφήτη Ηλία, μαζί με τα κουδούνια των προβάτων, άρχιζε να παίζει  με τη φλογέρα του και πάλι ο Κώστας Αγγέλης ,πότε χαρούμενους σκοπούς και πότε,πότε κάποιο μοιρολόι …….



Τα μάτια μας ανοιχτά, τα αυτιά μας προσηλωμένα στη μελωδία της φλογέρας του Κώστα και τα κουδούνια των προβάτων και χτυπούν ρυθμικά ,εκεί ακίνητοι ,χανόμαστε στο Σύμπαν που έβλεπαν τα ματάκια μας και στα ακούσματα της φλογέρας!!!!!!
Τέλειωνε κάποιο σκοπό και αγωνιούσαμε να ακούσουμε τον επόμενο,με τον φόβο μήπως και σταματήσει να παίζει!!!!
Άρχιζε με τον γνωστό σκοπό «Ο Σκάρος» και πάντα τελείωνε με το Μοιρολόι του………….
Κάποια στιγμή, ακούγονταν μόνο τα κουδουνίσματα των προβάτων και κάποιος Γκιώνης να σπάει με τη φωνή του την σιωπή της νύχτας………………..

Εκεί μας έπαιρνε ο ύπνος ,με την κοιλίτσα μας να γουργουρίζει από την πείνα και τον αντίλαλο της φλογέρας του Κώστα να ηχεί ακόμη στα αυτιά μας….

Νίκος Παπαχρήστος

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Το Πανηγύρι στη Φανερωμένη!!!



Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά  να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...
Στο καμποχώρι των Λογγάδων, την Τρίτη μέρα της Πασχαλιάς πανηγυρίζουν στο εκκλησάκι της Φανερωμένης.
Το δειλινό της Δευτέρας, οι πιστοί παίρνουν την άγια εικόνα της Μεγαλόχαρης από την παλιά κεντρική εκκλησία και ποδαράτοι, με μπροστάρηδες τους ψαλτάδες, τα λιανοπαίδια με τα εξαπτέρυγα και τον παπά με το ευαγγέλιο στην αγκαλιά και παραπίσω  οι άλλοι χωριανοί, ψάλλοντας όλοι μαζί το«Χριστός Ανέστη» και περνώντας  μέσα από πλατανόφυτες ρεματιές, καταπράσινες πλαγιές και ανθισμένες κουτσουπιές, φτάνουν ψηλά στο λόφο στο πανέμορφο ξωκλήσι.

Λιθόκτιστο, με ντόπια μαυρόπλακα σκεπασμένο, στρωτό, φτωχό, με βαριά ξύλινη πόρτα, μονόφυλλα παράθυρα, ασφαλισμένα με στρογγυλές σταυρωτές σιδερόβεργες, μεμονόκλιτο ανισόπεδο καθολικό, με λίγες κρεμασμένες εικόνες στους ασπρισμένους τοίχους, χωρίς πολυελαίους, χωρίς στασίδια και φανταχτερά μανουάλια,χωρίς σκαλίσματα και βυζαντινές αγιογραφίες στο απέριττο τέμπλο του, ολομόναχο,στέκει ολόρθο ψηλά στο λόφο κοντά στην ερημιά, προκαλώντας δέος και ταπείνωση σε κάθε προσκυνητή. 
 Εκεί δίπλα, έξω στην αυλή της εκκλησιάς σ' ένα γυρτό κλωνάρι της χοντρόκορμης γέρικης βαλανιδιάς, κρέμεται το σημαδεμένο από την πολυκαιρία σήμαντρο που ο ήχος του προσελκύει την προσοχή κάθε διαβάτη και τον προσκαλεί να ξεκουραστεί στα πετρόχτιστα πεζούλια της δεντρόφυτης αυλής.
Μικρή η απόσταση από το χωριό ως εκεί, αλλά μεγάλη η απόδραση.Το ηλιόγερμα γίνεται κατανυκτικός εσπερινός και αργά το βράδυ αρχίζει η ολονύκτια. Οι προσκυνητές γονατισμένοι, σταυροχεριασμένοι, με ακουμπισμένο το σαγόνι στο στήθος, με μισάνοιχτα τα μάτια, με καταλαγιασμένο το νου και στραμμένη τη σκέψη στο Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, γεμάτοι ελπίδα, ψάλλουν και ξενυχτούν για χάρη της θαυματουργής εικόνας της Φανερωμένης. Τα κεριά τρεμοπαίζουν μπροστά στη δακρύβρεχτη Παναγία και το κοκκινωπό φως των καντηλιών θαμποφεγγίζει τα άγια πρόσωπα των εικόνων.
Την άλλη μέρα, την Τρίτη του Πάσχα, μετά την αναστάσιμη λειτουργία σμίγουν φίλοι και συγγενείς.Αυτοί που ζουν στο χωριό αλλά και αυτοί που ξενιτεύτηκαν έχουν το αντάμωμα της Φανερωμένης  σημείο αναφοράς, γιατί η ζωή τους συναντιέται με το χθες και φέρνει αναμνήσεις, ανακατεύεται με τις παραδόσεις,τα ήθη, τα έθιμα, την ιστορία και τον πολιτισμό και  γεννάει προσδοκίες.Η νοσταλγία για την πατρίδα και ο έρωτας για τη γενέθλια γη, τους κουβαλάει όλους αυτές τις μέρες εκεί. Γεννήθηκαν σ' έναν τόπο όμορφο, αδάμαστο και περήφανο, που έβγαλε τεχνίτες, επιστήμονες, ανθρώπους εργατικούς, προκομμένους,γενναιόδωρους και ανοιχτόκαρδους.
Στην κουβέντα, μαζί με τα άλλα νέα, τα συνομήλικα και φιλικά πηγαδάκια σχολιάζουν την εύπεπτη επικαιρότητα που έχει άμεση σχέση με το χώρο και την άγια ημέρα: ποιες γυναίκες καθάρισαν την εκκλησιά, ποιες ασβέστωσαν τους τοίχους και τα πεζούλια, ποιες ομάδες ξενύχτησαν την εικόνα χτες βράδυ στο ξωκλήσι, ποιος είπε τον απόστολο, ποιος έψαλλε καλύτερα το «Χριστός Ανέστη», ποια πεθερά αγόρασε την καλύτερη λαμπριάτικη  λαμπάδα στην  αρραβωνιαστικιά του γιου της, ποια νιόπαντρη φοράει ακριβοαγορασμένο και καλοραμμένο μεταξωτό φόρεμα, ποιος γάμος θα γίνει την Κυριακή του Θωμά.Κάνουν κουβέντα για τα βακούφικα κτήματα της Φανερωμένης και πως μπορούν να τα αξιοποιήσουν κάποιοι μάλιστα που έχουν χρόνια να βρεθούν εκεί, ρωτάνε να μάθουν ποιοι έφτιαξαν τον αυλόγυρο, ποιος μάστορας έχτισε την πέτρινη βρύση, ποιοι φύτεψαν τον πλάτανο και τις κουτσουπιές, ποιοι δώρισαν τις καντήλες και τα καινούργια αναλόγια, τι άλλα πρέπει να γίνουν ακόμα, πώς, πότε και με τι.
 
Όλες οι ηλικιωμένες και οι περισσότερες μεσόκοπες γυναίκες που ξέρουν τα έθιμα της ημέρας λένε με το στόμα τα τραγούδια που αναφέρονται στα πάθη, την σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού.

Λίγο πιο κάτω, στα πόδια του αυλόγυρου της εκκλησιάς, βρίσκεται η ραχούλα με τις στρογγυλοκαμωμένες  πουρναρότουφες, τις λασπωμένες νεροσυρμές και τον απότομο ρόβολο που λέρωσε και ξήλωσε πολλά πασχαλινά παντελόνια των νεολαίων που ήθελαν να δοκιμάσουν το ροβόλισμα στην ανώμαλη πίστα του. Το λοφάκι αυτό είναι το μεγάλο αγνάντι των επισκεπτών.Είναι το μπαλκόνι της Φανερωμένης. Από δω η ανοιξιάτικη φύση γυμνάζει το βλέμμα στην ομορφιά. Από μπροστά σου ξεκινάνε πεζοπορικές διαδρομές για τους φανατικούς λάτρεις της φύσης, μονοπάτια για αναζωογονητικούς περιπάτους από ρομαντικούς περπατητές κάθε ηλικίας, φύλου και αντοχής.Στα  ριζά του λόφου οι αμπελώνες σκαλισμένοι, κλαδεμένοι, περιποιημένοι με τα κλήματα στη σειρά ζυγισμένα και στοιχισμένα λες και είναι έτοιμα να περάσουν σε πατριωτική παρέλαση λευτεριάς.
Παρακάτω το βοϊδολίβαδο γεμάτο αγριολούλουδα, πασχαλιές και τρυφερό χορτάρι, συνέχεια ο οργωμένος κάμπος, ο βάλτος με τους καλαμιώνες, η καταγάλανη λίμνη με τα ψαροκάϊκα και τις βαρκούλες της.Στο βάθος απέναντι, αλάργα από το μάτι σου, η πόλη σκεπασμένη με την πρωϊνή καταχνιά. Δεξιά το περήφανο Μιτσικέλι καθρεφτίζει τις χιονισμένες βουνοκορφές και τις καταπράσινες πλαγιές του στα νερά της ήρεμης Παμβώτιδας.Κάτω στα πόδια του βουνού το καμποχώρι με τα αρχοντόσπιτα,  χτισμένα με χάρη και αλογάριαστο μεράκι, με τα ψηλά καμπαναριά και τις παλιές πέτρινες εκκλησιές, τις πλακόστρωτες πλατείες και τις όμορφες παιδικές χαρές, με τα μεγάλα σχολειά, τα παραδοσιακά καφενεία και τα μπακαλιά, με τις περιποιημένες πρασιές και  τις ευρύχωρες αθλητικές γωνιές.

Το μάτι ξεκουράζεται, όταν πέφτει στα διπλανά καμποχώρια και ο κάθε επισκέπτης κάνει τη δικιά του σκέψη και φέρνει στο νου του μνήμες ταξιδεύοντας πίσω στα παλιά, και παραλληλίζοντάς τα με τα τωρινά, θέλει ναναι καλύτερα τούτα.Καταμεσής του κάμπου, έτσι λοξά στην αριστερή γωνιά, σαν σαμάρι δεμένο σε περήφανο άλογο, προβάλλει το βουνό της Καστρίτσας, που χρόνια τώρα φέρνει φορτωμένο στην πλάτη του ένα από τα ομορφότερα μοναστήρια της περιοχής.Πλάγια και αριστερότερα, έτσι όπως κοιτάς τη λίμνη, φαίνεται η Ιερά Μονή της Τσούκας,ξακουστή για  τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, με τα πολλά  τάματα, που δίνει κουράγιο στους αποσταμένους εργάτες της γης και τους ανεμοδαρμένουςτσοπαναραίους της ράχης.

Από τα απέναντι σιάδια ακούγονται τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών, τα βελάσματα των αρνιών, τα σαλαγητά των βοσκών και τα αλυχτήματα των σκυλιών. Ακόμα και τη μέρα της Πασχαλιάς, οι τσοπαναραίοι απ’ τα άγρια χαράματα βγάζουν τα ζωντανά τους για βοσκή στις χέρσες Γκαβέρνες.Στη διπλανή βακούφια χωραφιά σταλίζει κάτω απ' την στραβόκλαρη αγκαθωτή  γκορτσιά η γερασμένη φοράδα, αφημένη από το αφεντικό της. Αφού στα νιάτα της όργωσε και αυλάκιασε το μισό κάμπο, αφού κουβάλησε όλα τα ξύλα του λόγγου στις αυλές των σπιτιών και αφού αυγάτισε το ζωϊκό βασίλειο με τα  καλογεννημένα πουλάρια της, τώρα, αποσταμένη,ξεσαμάρωτη, ξεκαπίστρωτη, ξεπετάλωτη με ξεχειλωμένες κοιλιές, με κρεμασμένα προγούλια και τσιμπλιασμένα μάτια , περνάει τα γηρατειά της απόκοσμα, εκεί στα φιλόξενα χέρσα κτήματα της Φανερωμένης, φορτωμένη με αλογόμυγες και ενοχλητικά ταβάνια.
Πίσω από την πουρναριά, η μακρυκέρατη, γκιόσα, καλογάλαρη,  μανάρα κατσίκα, δεμένη με μακρύ ριγανέλι, ξεκλαρίζει με λαίμαργο τρόπο μια τρυφερή νεοβλάσταρη τούφα. Το τσοκάνι, που φοράει στο λαιμό της, προδίνει την φουριόζικη παρουσία της.Ο κούκος διαλαλεί τον ερχομό της άνοιξης. Η γερακίνα γυροπετάει αναζητώντας τροφή και το μικροσκοπικό αηδόνι με τη μουσική τουδεξιοτεχνία και τη μελωδική πληρότητα συνθέτει πασχαλιάτικες μουσικές.

Ο θυμαρίσιος αέρας κατεβαίνει απ' την πλαγιά και εκεί στην αυλή της Φανερωμένης, μπροστά στα μάτια των προσκυνητών, σφιχταγκαλιάζει και γλυκοφιλάει ερωτικά την ευωδιά της ανθισμένης φύσης. Το ανοιξιάτικο ζευγάρι κατηφορίζοντας προς τον κάμπο τρυγάει τη μυρωδιά της άγριας ρίγανης. Οι μαργαρίτες και τα αγριολούλουδα χαμογελούν στο πέρασμά του και ανακατεύουν το δικό τους καμποχωρίτικο άρωμα με του βουνού τις χάρες. Μένεις άναυδος από την πανδαισία των χρωμάτων και των συναισθημάτων παρακολουθώντας από εκεί πάνω την ανοιξιάτικη φύση. Ένα τοπίο απόλυτης αρμονίας και ομορφιάς.
Οι κοπέλες του χωριού, ομορφοκαμωμένες, λαμπαδόχυτες κορμοστασιές,  λαμπροστολισμένες, εκεί στο χώρο της μάζωξης, μοιράζουν στους επισκέπτες κόκκινα αυγά, πασχαλινά κουλούρια, τετράγωνα αμυγδαλωτά λουκούμια και προσφέρουνε με γυάλινους μαστραπάδες κρύο νερό από την τρεχούμενη βρύση της Φανερωμένης.Το μεσημέρι, όσοι ανηφόρισαν μέχρι εκεί,  κάτω από τα ίσκια της πολύχρονης βαλανιδιάς, στρώνουν το λαμπριάτικο τραπέζι και τρώνε μαζί σαν μια οικογένεια.
Τα αρνίσια παϊδάκια, τα προβατίσια κοντοσούβλια και τα χωριάτικα χοιρινά λουκάνικα ξεροψήνονται στ' αναμμένα κάρβουνα της πρόχειρης ψησταριάς και στέλνουν την τσίκνα τους στις μύτες των προσκυνητών.Ύστερα από τόσες μέρες νηστεία όλοι πάσχουν από αχόρταγη λαιμαργία. Κάποιες καράφες με παλιό κρασί δροσίζονται βουτηγμένες στα κρυσταλλογάργαρα νερά της ρεματιάς.
 Πιο πέρα οι οργανοπαίχτες κουρδίζουν τα βιολιά και τα νταούλια. Ο γύφτος παίζει κλαρίνο, ο τσέλιγκας φλογέρα, οι χωριατοπούλες τραγουδούν κι όλοι μαζί χορεύουν.  Πρώτος ο παπάς παραγγέλνει και σέρνει τον χορό. Ύστερα οι γεροντότεροι με τους ανθρώπους της ξενιτιάς. Τα νιάτα τελευταία κλείνουν το γλέντι και με το νεανικό παλμό τους δίνουν μια ατέλειωτη πολυχρωμία στην επισημότητα της ημέρας. Δένει το παλιό με το νέο, το σύγχρονο με το παραδοσιακό.
 Για μια ακόμη φορά όλοι οι χωριανοί, εκεί στο ξωκλήσι της Παναγίας γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού και της Φύσης. Μονιασμένοι και αγαπημένοι πίνουν, και γλεντούν.Ερασιτέχνες εραστές του φωτογραφικού φακού αποθανατίζουν πρόσωπα, παραστάσεις και σκηνές από την μεγάλη γιορτή, όμορφες γωνιές και τοπία από την ανοιξιάτικη φύση. Ακόμα οι κοινωνίες της υπαίθρου κρατάνε ανόθευτους και αλέρωτους ανθρώπους, με  αρυτίδωτο χαρακτήρα, με απλή σκέψη και ντόμπρα συμπεριφορά.

Ύστερα από ώρες και μετά από πολλά τσουγκρίσματα και ευχολόγια, ψάλλοντας αναστάσιμα και έχοντας μαζί τους την εικόνα της Μεγαλόχαρης γυρίζουν στο χωριό.Από αύριο όλα αλλάζουν. Η ζωή τραβάει το δρόμο της και οι καμποχωρίτες ξαναρχίζουν τον αγώνα για την επιβίωση. «Και του χρόνου να είμαστε  καλά, να ξαναγιορτάσουμε στο ξωκλήσι» είναι η τελευταία ευχή που ακούς στο κάθε σταυροδρόμι την ώρα του ξεχωρισμού.



Το πανηγύρι  στην Παναγιά Φανερωμένη είναι το πρώτο ξύπνημα ύστερα από τον μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι η πρώτη ανάσταση της ζωής ύστερα από μια μεγάλη νάρκη και ένα βαθύ μαρασμό. Είναι το πρώτο ανοιξιάτικο κοσμαντάμωμα σε μια εποχή πυκνοκατοικημένης μοναξιάς. Για να μη σβήσουν τα καντήλια της μνήμης, του εθίμου και της παράδοσης, πρέπει αυτή την άγια μέρα της Λαμπρής όλοι να σμίγουμε εκεί, στο ξωκλήσι της Φανερωμένης, τραγουδώντας το «Πατέρες-Πατέρες» γύρω από τα ανθισμένα κλωνάρια της λυγερόκορμης  κουτσουπιάς, που σύμφωνα με την παράδοση, θεωρείται το δένδρο που κρεμάστηκε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης μετά την προδοσία του Κυρίου του.

Δημήτρης  Μ.  Φίλιος

Οικονομολόγος - Εκπαιδευτικός


Τέλος

Ο Ξέφυλλος των καλαμποκιών !!!!!



Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, βιώματα που σημάδεψαν τη ζωή μου και γεγονότα που θα πρέπει να θυμούνται οι τωρινοί αλλά και να γνωρίζουν οι επερχόμενες γενιές μου φώναξαν να γράψω μερικές Μικρές Ιστορίες του χωριού….Έτσι για να μην ξεχνάμε…
Ο ήλιος έγερνε αργά-αργά στην αγκαλιά της Δύσης και τα πουλιά βιαστικά πέταγαν προς τις φωλιές τους, να κουρνιάσουν μέχρι το άλλο πρωινό και πάλι να ξεχυθούν στον κάμπο να μαζέψουν όσα σπυριά  απομείνανε από τις μαζεμένες καλαμποκιές του περασμένου μήνα.
Τα παιδάκια του χωριού ,με χαρούμενες φωνούλες  ,έτρεχαν ακόμη στους δρόμους προτού νυχτώσει για τα καλά ,και κουρνιάσουν και αυτά στις ψάθες με τις χοντρές φλοκάτες .
Τα παλικάρια με το τσιγαράκι στο χέρι ,χτενισμένα και περιποιημένα ,μετά από μια κουραστική μέρα, άλλος  στα χωράφια να μαζέψει τα τελευταία τριφύλλια, άλλος στο μεροκάματο και άλλος με τα πρόβατα κατηφορίζουν τα στενά σοκάκια του χωριού προς την πλατεία και τα καφενεία να πιούν κανένα τσίπουρο φετινής σοδιάς ,κρασάκι κόκκινο και να περιμένουν τα κορίτσια  στο δρόμο τους για το πηγάδι, με τις βαρέλες και τα φουτσέλια στον ώμο να πάνε για νερό.
Εκεί αντάλλασαν ματιές, πονηρές και κρυφά χαμόγελα και γελούσαν με μερικές τσιούπρες που με σηκωμένο κεφάλι ,λες και είχαν καταπιεί κανένα καδρόνι, δεν γύριζαν να κοιτάξουν τα αγόρια ,ούτε καν στο πλάι ,για να δείξουν καλή διαγωγή και τιμιότητα.
Εκεί τα παλικάρια ξεκαρδίζονταν στα γέλια και το τι άκουγαν δεν λέγεται….
Σαν γέμιζαν τις βαρέλες και τα φουτσέλια με νερό τα κοριτσόπουλα γύριζαν στα σπίτια τους ,άλλες ικανοποιημένες και χαρούμενες γιατί είδαν το αγόρι που λαχταρούσαν και άλλες ,οι τίμιες, ικανοποιημένες πως δεν έδωσαν δικαίωμα στην μικρή κοινωνία του χωριού.
Και σαν νύχτωνε για τα καλά, τα παλικαράκια  ρωτούσαν ο ένας τον άλλο.
-Ποιος έχει ξέφυλλο απόψε ρε; Άντε να πάμε να κάνουμε καμιά πλάκα.
-Έχει στο σπίτι της Μαρίας έμαθα ,αλλά και στης Γεωργίας από πάνω
Ωχ λέει ο Νίκος… εγώ δεν έρχομαι ,μου έταξε πολύ ξύλο ο πατέρας της άμα γυρίσω και την ξανακοιτάξω.
-Έλα ρε Νίκο όλοι παρέα θα πάμε, σιγά μην τολμήσει και σε πειράξει, θα πάμε να βοηθήσουμε στον ξέφυλλο όπως κάνουμε και στα άλλα σπίτια.
Κάνοντας το δύσκολο και ο Νικόλας και με λίγες σπρωξιές, τάχα-τάχα πως δυσκολευόταν ξεκίνησαν για το σπίτι της Μαρίας.
Από μακριά άκουγαν τις κοπέλες να τραγουδάνε και έστηναν αυτί να ξεχωρίσουν τις φωνές, ψάχνοντας νοερά για την κοπέλα της καρδιά τους, ευχόμενοι να είναι και αυτή στον ξέφυλλο.
Σαν έφτασαν στο σπίτι της Μαρίας ,οχτώ παλικαράκια, κοντοστάθηκαν να αποφασίσουν ποιος θα μπει πρώτος στην αποθήκη με τα στοιβαγμένα καλαμπόκια, δεν κράτησα τη σειρά ποιός μπήκε πρώτος η δεύτερος, τελευταίος πάντως μπήκε ο Νικόλας με το κεφάλι κατεβασμένο.
Σαν μπήκαν στην αποθήκη τα παλικαράκια ένα - ένα, το τραγούδι σταμάτησε και τα κοριτσόπουλα με τα χρωματιστά μαντήλια στο κεφάλι τους χαμήλωσαν τα μάτια και κρυφοκοίταζαν χαμογελαστές ,ρίχνοντας κλεφτές ματιές η κάθε μια στο λεβέντη της.
-Γεια σας και χαρά σας και του χρόνου πιο πολλά καλαμπόκια καλλίτερη σοδιά μπάρμπα, αναφώνησαν όλοι λες και ήταν σε χορωδία.
Καλώς τα παλικάρια είπε ο Κύρ-Κώστας ο πατέρας της Μαρίας και κοίταζε λοξά το Νικόλα, αλλά χωρίς κακία και έχτρα.
Κάθισαν άλλος στη μια γωνιά, άλλος στην άλλη ,ανακατεμένοι με τα κορίτσια και τους γείτονες της Μαρίας  και άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα καλαμπόκια ,πετώντας τα φύλλα πίσω τους και τον καρπό μπροστά κάνοντας σιγά – σιγά σωρό με τις καλαμποκιές και το τραγούδι άναψε πάλι για τα καλά .
Ξέφευγε που και πού κανένα καλαμπόκι ,κατά λάθος, και έπεφτε στις ποδιές των κοριτσιών σαν είχαν αυτή την ευκαιρία και δεν τους έβλεπαν οι μεγαλύτεροι, και τα χαμόγελα με νόημα που μόνο αυτά καταλάβαιναν ,κυλούσαν οι ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα.
Κατά τις δώδεκα μεσάνυχτα, σηκώθηκε η Κυρά-Βασιλική ,η μάνα   της Μαρίας και λέει., ώρα για φαγητό νηστικό αρκούδι δεν χορεύει και νηστικά παλικάρια και κορίτσια δεν δουλεύουν, εμπρός όλοι στις τάβλες στο μαγειρείο.
Πέταξαν τα φύλλα από πάνω τους όλοι και τινάζοντας τα μουστάκια από τα καλαμπόκια, πήγαιναν ένας-ένας στις τάβλες που είχαν στρωθεί με την υπέροχη φασουλάδα, κρεμμύδι ,ελιές και χωριάτικο ζυμωμένο  καθάριο ψωμί.
Τελευταίος πάλι ο Νικόλας, ντροπαλός και προσεκτικός μην προκαλέσει τον Κυρ-Κώστα τον πατέρα της Μαρίας και ακούσει καμιά κουβέντα βαριά και τον ντροπιάσει στους άλλους.
Τον κοίταζε ο Κυρ-Κώστας ,τον ζύγιζε από πάνω μέχρι κάτω, του άρεσε και η συμπεριφορά του και χαμογελώντας πήγε δίπλα του.
Δεν μου λες ρε Νικόλα , του λέει, εσύ δεν μιλάς απόψε ,δεν λες τίποτε;
-Τι να πω Κυρ-Κώστα, άμα μιλήσω και πω αυτά που θέλω μπορεί να με σκοτώσεις όπως είπες.
Παίρνει μια βαθειά ανάσα ο καημένος ο Νικόλας, σηκώνεται από την τάβλα και με δυνατή φωνή λέει στον Κυρ-Κώστα.
Λοιπόν δεν πάει άλλο, εγώ πεθαίνω κάθε μέρα, δεν αντέχω άλλο, αγαπάω τη Μαρία και θέλω να την κάνω γυναίκα μου και για να ξέρεις και η Μαρία με αγαπάει….. και σταματάει απότομα περιμένοντας την οργή του Κυρ-Κώστα.
Έστριβε το μουστάκι του ο Κυρ-Κώστας, τον κοίταζε πως ήταν χλομιασμένος  ο καημένος ο Νικόλας, χαμογελάει και του λέει.
Άιντε ορέ  Νικόλα, άμα είναι έτσι τα πράγματα και αγαπιέστε τι να πω εγώ;
Με την ευχή μου ορέ παλιοζάγαρο ,είσαι καλό παιδί και μου χρειάζεται ένα παλικάρι σαν και σένα για τη Μαρία μου.
Το τι έγινε δεν λέγεται.
Ο Νικόλας με μια δρασκελιά πήδηξε την τάβλα και βρέθηκε κοντά στη Μαρία που είχε γίνει κατακόκκινη σαν παπαρούνα . Την αγκάλιασε τη φίλησε στο μάγουλο και δεν την άφηνε από τη χερούκλα του .
Τα κορίτσια έπιασαν το χορό, τα παλικάρια γελούσαν και αγκάλιαζαν τον Νικόλα και τα πειράγματα πήγαιναν σύννεφο.
  Οι κούπες με το ωραίο κρασί του Κυρ-Κώστα άδειαζαν συνεχώς και το γλέντι άναψε για τα καλά .Η Κυρά-Βασίλω η μάνα της Μαρίας πετούσε από τη χαρά της, τα ήξερε όλα από την Μαρία αλλά δίσταζε να κάνει κουβέντα με τον άντρα της τον Κυρ-Κώστα για το Νικόλα.
Ο χορός καλά κρατούσε και ο ξέφυλλος πάει περίπατο. Μέχρι τα ξημερώματα όλοι χόρευαν και έπιναν λες και ήταν αρραβώνες.
Κοντά στο γλυκοχάραμα  λέει ο Κυρ-Κώστας.
-Άιντε ορέ στα σπίτια σας τώρα, ο ξέφυλλος ας περιμένει άλλο βράδι, σήμερα έχω χαρά μεγάλη και δεν νοιάζομαι για καλαμπόκια αλλά για τη Μαρία μου και το Νικόλα.
Ένας- ένας  αποχαιρετούσαν  το Νικόλα και τη Μαρία ……….
Καλά στέφανα , να ζήσετε ,μπράβο Κυρ-Κώστα ,Κυρά Βασιλική να τους χαίρεσαι……
Έφυγαν όλοι και έμεινε πάλι τελευταίος ο Νικόλας όπως πάντα αλλά τώρα θα μπαίνει πρώτος και θα φεύγει πάντα τελευταίος στο σπίτι της Μαρίας του…….
Έτσι ξεκίνησε μια όμορφη εποχή για τη Μαρία και τον Νικόλα ,παντρεύτηκαν, έκαναν και τρία παιδιά και ζουν ακόμη ευτυχισμένοι με όμορφα γεράματα …….