Οδηγίες!!!

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

"Τα παιδιά του βάλτου" Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

             Ασίγαστη επιθυμία οδήγησε το νου μου σ’ ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, εκεί που τότε ζάρκα  και ξυπόλυτα χωριατόπαιδα, δυστυχήσανε, πονέσανε, κλάψανε και ιδρώσανε για να δρομολογήσουν από του βάλτου τα λασπόνερα   την παραπέρα ζωή τους.


 Το καλοκαίρι που η δουλειά φουντώνει στα χωράφια, στη μάχη που δίνουν οι αγρότες με τη φύση, το χρόνο και το χώμα, μπαίνουν και τα λιανοπαίδια. Με το τελείωμα της σχολικής χρονιάς όλα τα σχολιαρόπαιδα κρεμάνε στο πισόκαρφο της εξώπορτας του σπιτιού την τραγίσια τσάντα τους με τα λιγοστά βιβλία και κατηφορίζουν προς τον κάμπο. Άγουρα, άμαθα στη δουλειά και την κούραση, θέλουν να πιάσουν στα χέρια τους αλέτρι και τσαπί. Θέλουν νωρίς και αυτά να περπατήσουν τ ’άλογα στην αυλακιά γι’ αυτό από μικρά μπαίνουν στην αράδα της δουλειάς και βοηθάνε στους μπαξέδες. Τα τολμηρότερα  ακολουθούν τον πατέρα τους στην λαϊκή αγορά. Εκεί φωνάζουν και διαλαλούν την πραμάτεια τους, ζυγίζουν το βιός τους, κάνουν λογαριασμούς, εισπράττουν χρήματα, δίνουν ρέστα, μαζεύουν τα επιστρεφόμενα κενά κοφίνια από τους μανάβηδες, σπρώχνοντας το κάρο στα στενά της πόλης, φορτώνουν και ξεφορτώνουν τσουβάλια, καλάθες, κανίστρες  και καλαθάκια.
            Τα περισσότερα όμως προτιμούν την ελεύθερη ζωή του κάμπου. Εκεί στην ακροβαλτιά παρέα με τ’ άλλα καμποπαίδια ασχολούνται με το τάϊσμα και τη φροντίδα των γελαδιών. Τόποι πρωινής βοσκής για την κοκκίνο, τη λιάρα, τη μπάλια, είναι το Σκαρί, ο Πόρος, οι Ιτιές, το Σκάλωμα, τα Κεραμαργιά, το Ζάρκο, τα Μπαΐργια. Σ ’όλες αυτές τις περιοχές με τα περίεργα τοπωνύμια, που ακουμπάν τα πόδια τους στις όχθες της λίμνης, τα γελάδια χορταίνουν την πείνα τους αμολημένα στις καλαμιές της ακροβαλτιάς και τα γελαδαροπαίδια η αλλιώτικα- τα παιδιά του βάλτου- όπως αρέσει σ’ αυτά να τα φωνάζουν, αφήνονται στην αγκαλιά του κάμπου. Ημίγυμνα, πεινασμένα αλλά ξέγνοιαστα, παίζουν ξυπόλυτα πάνω στις αγριάδες του βάλτου. Τους αρέσει αυτό που είναι και τους ευχαριστεί αυτό που κάνουν. Δεν διαφέρουν και πολύ από τα παιδιά των καλαμιών του Ευρώτα της αρχαίας Σπάρτης. Αυτό το έλεγε και ο δάσκαλος τους, πειραχτικά και χαμογελώντας, όταν έκανε ιστορία κι όλα τα παιδιά του βάλτου, οι «περίοικοι» της πόλης, καμάρωναν για τον τρόπο της ζωής τους που θα τους έκανε σκληραγωγημένους πολίτες.
            Τίποτα δεν έχουν, και όμως, τίποτα δεν τους λείπει.  Οι μεγάλοι δείχνουν εμπιστοσύνη αναθέτοντας στους μικρούς εργάτες της γης ελαφριές αγροτοδουλείτσες και αυτοί αναλαμβάνουν υπεύθυνα την εκτέλεσή τους. Μπουσουλώντας στα γόνατα βοτανίζουν τις βραγιές των φυτών,  γρατζουνάνε μέρες το χώμα, κόβοντας αγριάδες, για να αυγατίσουν το χαρτζιλίκι του πανηγυριού με ένα μικρό φιλοδώρημα, σαν αντίδωρο, για την συμμετοχή και την προσφορά στους μπαξέδες.  Συγκεντρώνουν αλογοβουνιές από τα χέρσα για να τις ρίξουν φουσκί στα σπαρμένα χωράφια. Ελέγχουν τ’ αυλάκια που φέρουν νερά για πότισμα στα κτήματα. Κόβουν τα γινωμένα πεπόνια του μποστανιού και τα μεταφέρουν στις καλύβες πριν ο ήλιος του μεσημεριού τ’ ανοίξει. Με το καλάθι στο χέρι μαζεύουν ντομάτες, φασόλια, πιπεριές, μελιτζάνες, σακιάζουν και τελαρώνουν  τα προϊόντα για την αυριανή μέρα στην αγορά. Αν βρουν ελεύθερο χρόνο κυνηγούν με τις σφεντόνες μελισσουργούς, συκοφάηδες, σπίνους, κοκκινολαίμηδες και κάθε λογής πετούμενα. Ανάβουν φωτιές και ψήνουν καλαμπόκια, γυρίζουν στα κάρβουνα τα μουτεμένα κυνήγια  τους και ο τόπος μοσχοβολάει από νοστιμιά. Σπάνε στο γόνατο το καρπούζι και βουτάνε τη μούρη τους στη καρδιά του για να απολαύσουν  τη γεύση του, να ξεδιψάσουν και να δροσιστούν. Επεξεργάζονται τους αγίνωτους ακόμα καρπούς της μηλιάς και της απιδιάς, γεμίζοντας τους κόρφους με μήλα και αχλάδια. Πηγαίνουν στο σκάλωμα-το λιμάνι του κάμπου-και με τις ώρες ανακατεύονται με τις βάρκες και τα καΐκια.
Το μεσημέρι που τα ζώα σταλίζουν στον ίσκιο, τα καμποπαίδια πάνε στα ξέφωτα της λίμνης για μπάνιο. Μακριά, έξω στα βαθιά, εκεί στ’ άπατα, βουτάνε και ξαναβουτάνε, έχοντας για παιχνίδι το μεγάλο κορμό που από πέρυσι το λαγκάδι με τη θολή κατεβασιά έφερε εκεί ξεριζώνοντάς το από τα πλαϊνά της ρεματιάς. Παιδιάτικες φωνές, αρμονικά αγκαλιασμένες με τα φανταχτερά χρώματα των παράξενων λουλουδιών του βάλτου, «λούζονται» στα  καταγάλανα νερά της λίμνης. Τα μικρότερα απαλλαγμένα από υποχρεώσεις, παίζουν, πλατσουρίζοντας στους βιότοπους, κάνοντας παρέα  με  τα βατράχια, τους γυρίνους, τα βαλτόπαπια, τις φωλιές των πουλιών και σκορπούν ολόγυρα μια γλυκιά νεανική μοσχοβολιά. Πυκνόκλαδες ιτιές, και πανύψηλα πλατάνια καθρεφτίζονται στα καταπράσινα νερά  δημιουργώντας ένα σκηνικό απαράμιλλης ομορφιάς.
Το δειλινό, αρχίζει πάλι ο αγώνας για το κοίλιασμα και το χόρτασμα των γελαδιών. Καλαμποκιά, δαυλούδια (μαυρισμένα στάχυα), αγριόχορτα, βλίτα, χλεμπονιασμένα πεπόνια και παραγινωμένες ντομάτες, είναι μέρος της απογευματινής τροφής. Άντε και καμιά γύρα στα γειτονικά χαντάκια μέχρι να γυρίσει ο ήλιος και να μαζέψει η μέρα, και ξανά την αυγή με τη χάρη του Θεού από την αρχή.
Λίγοι είναι οι τυχεροί νεολαίοι που δεν έχουν υποχρεώσεις στα ζωντανά και τα κτήματα. Αυτοί παίρνουν τα καραβούλια και γυρίζουν τις αλάνες της ακρολιμνιάς, ικανοποιώντας την παιδική τους περιέργεια. Ο καλαμότοπος, δημοφιλής προορισμός για τις αγριόχηνες και τα ψαροπούλια του βάλτου, είναι για τα παιδιά των χωραφιών καθημερινός τόπος επίσκεψης. Υδρόβια φυτά, εξωτικά φύκια, καταπράσινα συμπλέγματα κλαδιών αντικατοπτρίζονται στα γαλαζοπράσινα νερά της Παμβώτιδας. Η μεγάλη βιοποικιλία, η πλούσια χλωρίδα και σπάνια ορνιθοπανίδα γεμίζουν με μαγεία τα ρηχά πλευρά της και αιχμαλωτίζουν τα βλέμματα των μικρών θαυμαστών της λίμνης. Βιότοπος ιδιαίτερης οικολογικής αξίας. Παράξενα πουλιά, ντόπια και περαστικά, γέσια, κανναβές, φαλαρίδες, κουρνιάζουν στις καλαμιές.  Κανένα μυαλό δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτά που η φύση εδώ απλόχερα  προσφέρει στους μικρούς περίεργους επισκέπτες.
Η λίμνη Παμβώτιδα δίνοντας από το μερδικό της νερό, για πότισμα των χωραφιών  και  από τα σπλάχνα της λιμνόψαρα, για το χορτασμό της εργατιάς του κάμπου, κρατάει χιλιάδες ανθρώπους γύρο της. Ως πότε όμως; Με το πέρασμα του χρόνου τα νερά της λιγοστεύουν, θολώνουν, φαρμακώνονται από τα απόβλητα της πόλης και τα φυτοφάρμακα του κάμπου. Η διαφωνία και η αδιαφορία  σκοτώνουν. Πληγωμένη βαριά από αυτούς που η ίδια έθρεψε, μέρα με τη μέρα αργοπεθαίνει. Πρέπει να γίνουν έργα ανάπλασης και ανανέωσης των νερών της.
Τα παιδιά του βάλτου όμως δεν αισθάνονται ένοχα για ό,τι οι μεγάλοι ξέχασαν να πράξουν για την διατήρηση της ποιότητας των νερών της. Δίπλα από τον καλαμότοπο δουλεύουν, παίζουν και ξεχνιούνται. Κόβουν ρογκόζια, παπύρια και καλάμια που άφθονα βρίσκει κανείς στις όχθες και τα ακρόβαλτα της λίμνης.
Τα όνειρά τους όμως λίγα, γιατί είναι φτιαγμένα έτσι όπως ορίζει η κλειστή κοινωνία του χωριού και της επαρχίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους εξαιρετικούς νεολαίους χάραξαν τη δική τους πορεία, έγιναν επιστήμονες, τεχνίτες, υπάλληλοι, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες και άλλαξαν τη ζωή τους. Κάποιοι όμως δεν έφυγαν ποτέ από τον κάμπο, δεν ξέρουν πώς είναι οι διακοπές, η διασκέδαση, η παραπέρα από το περιβάλλον τους ζωή. Τα φτερά τους τσακισμένα γιατί οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων τους είναι ανύπαρκτες, η ενημέρωση λίγη και πολλές φορές στρεβλή, τα ερεθίσματα πενιχρά και οι εμπειρίες φτωχές. Λιμνάζουν στα ελώδη καμποτόπια του λεκανοπεδίου. Δεσμευμένα από τη γη και τα ζωντανά τους, μικροπαντρεύονται και πολυγεννάνε, επαναλαμβάνοντας τη σκληρή ζωή της φαμίλιας τους.
Νιάτα γεμάτα δύναμη και ορμή, καλοσύνη και θέληση, αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Το σύνδρομο όμως της φτώχιας,  κάποια από αυτά, δεν τ’ αφήνει να ξεκολλήσουν από τα γλιτσιασμένα νερά της λίμνης. Έμαθαν να κάνουν το καλό, να αγαπάνε τους ανθρώπους και να φροντίζουν εκείνους που οι άλλοι περιφρονούν. Ξέρουν ότι η φιλία είναι σαν το λογαριασμό στην τράπεζα, πρέπει να δίνεις για να παίρνεις και όμως στο τέλος θα χρεωθούν πολλά χωρίς καν να φταίνε.  Έτσι είναι η ζωή, άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους αφήνει στου βάλτου τα λασπόνερα, παρέα με τα γελάδια, τ’ αλογοφόραδα, τα πρόβατα, τις αγριόπαπιες και τα ψαροπούλια. Μεγαλώνουν και γεράζουν λούζοντας τα παιδιάτικα όνειρα στ’ άλλοτε γαλανά  νερά της λίμνης και ζωντανεύουν έτσι της νιότης  τα παλιά.
Σημείο αναφοράς που ζωγραφίζει τα αλλοτινά και συμπληρώνει την ομορφιά της σκέψης είναι το παλιό λιμάνι του κάμπου. Μία ποδαράτη βόλτα προς τα εκεί δημιουργεί ρομαντικούς συνειρμούς και εικόνες από άλλες εποχές. Εκεί το κύμα της λίμνης ακόμα κουβεντιάζει με τις σάπιες πια κουπαστές των καϊκιών. «Δακρύβρεκτο το βλέμμα της φαντασίας, όταν γροικά τα περασμένα», λέει ο ποιητής.          

                                                   Δημήτρης  Μ.  Φίλιος
                                            Οικονομολόγος – εκπαιδευτικός

                                                filiosdimitrios@gmail.com

"Οι δουλευτάδες της γης" Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος

    Περπατώντας στους αρμούς της ντοπιολαλιάς του κάμπου των  Ιωαννίνων και χρησιμοποιώντας το τραχύ γλωσσάρι της περιοχής, θα  γυρίσουμε κάποιες δεκαετίες πίσω για να περιγράψουμε ένα κομμάτι του τρόπου ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου.

Οι καμποχωρίτες, με τον ερχομό της άνοιξης, μοιάζουν με μελίσσι που σκορπάει στα λιβάδια και στην ανθισμένη φύση. Στ’ αμπέλια  πάνε λίγοι, οι άλλοι απλώνονται στον κάμπο δουλειές για να μαζέψουν.  Ζευγάδες χεροδύναμοι, βόδια οκνά, άναργα  στην αυλακιά,  άλογα γοργά, ζυγός, φαλάγγια, αλέτρι και λαιμαριές μεταφέρονται στις καλύβες των χωραφιών. Τα οργώματα και η σπορά  ξεκινάνε από τα κοντινά πρώιμα  ξερικά κτήματα και βδομάδα με τη βδομάδα πάνε προς τα αλαργότερα, που είναι πιο όψιμα και ποτιστικά. Έξω από το πρόγραμμα θα μείνουν τα βαλτοχώραφα που ακουμπάν στη λίμνη. Τα περισσότερα από αυτά  δεν κάνουν προκοπή και πολλοί είναι αυτοί που τα αφήνουν  χέρσα και τα χρησιμοποιούν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες για βοσκοτόπια, να  κρατάνε κάποιες μέρες του χρόνου  στην αγκαλιά τους τα ζωντανά χορτάτα.

          Με το άνοιγμα της δουλειάς κάποιες φαμίλιες μετακομίζουν  στα κτήματα. Κοιμούνται μέσα στις αχυροκαλύβες, μένουν κάτω από τις ιτιές και τα καλαμένια στέγαστρα. Για στρώμα έχουν την ψάθα, για σκέπασμα την κουρελού και μέχρι να τους πάρει ο ύπνος μετράνε τ’ άστρα του καταγάλανου ουρανού, ψάχνουν την πούλια και τον αυγερινό, χαζεύουν τα παιχνιδίσματα του φεγγαριού με την αύρα και τα νερά της λίμνης, ακούνε μελωδικές συναυλίες των φτερωτών τραγουδιστών της νύχτας, που συνοδεύονται από την πολυάριθμη και πολυφωνική ορχήστρα των μπακακιών του βάλτου. Είναι όμορφο να ζεις στις όχθες της λίμνης παρέα με τους ήχους του κάμπου, κάτω από την ξαστεριά και το λαγαρό φεγγάρι.

            Το ξημεροβράδιασμα στα χωράφια κρατάει μέχρι να μαζευτούν οι δουλειές. Απ’ το γλυκοχάραμα  ως το θάμπωμα της μέρας με τα τσαπιά και τα δρεπάνια στα χέρια, με τον ψεκαστήρα στις πλάτες, παλεύουν για το ψωμάκι,  το ρούχο  και της φαμίλιας το λαδάκι. Τους πλακώνει νυχτοήμερα  ο βραχνάς της δουλειάς. Το σκάλισμα, το πότισμα και ο θερισμός θέλουν χέρια και όρεξη για να τελειώσουν. Οι αγρότες του κάμπου γίνονται ένα με τη γη. Το χώμα ανακατεμένο με τον ιδρώτα τους γίνεται λάσπη στο κορμί τους. Ζαρκοπόδαροι  με τα παντελόνια  μαζεμένα μέχρι το γόνατο, αξύριστοι, άπλυτοι, ηλιοψημένοι, με το ψάθινο σκιάδι στο κεφάλι οι άντρες και με την άσπρη μαντίλα δεμένη πισωκέφαλα οι γυναίκες, παλεύουν, σαν τα θεριά κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο, στους μπαξέδες τους. Το καλαμπόκι από μέρες φύτρωσε και πάει μια πιθαμή πάνω απ’ το χώμα. Καλό σκάλισμα, δύο-τρία ποτίσματα  μέχρι να ισκιώσει από μόνο του, ένα ακόμη νερό στο στάχυασμα και σίγουρα ψωμωμένο σπυρί στ’ αμπάρι .Ο καιρός πάει καλά. Το μποστάνι πετάχτηκε και αυτό. Μετά το πρώτο  πότισμα στη ρίζα με ανακατεμένη στο νερό κοπριά, πήρε ανάσα, γέρεψε ο κορμός  και ξεθάρρεψε το κλαρί του. Σε λίγο θ’ ανθίσει και θα καρποδέσει. Ο κάμπος είναι ένας απέραντος φυσικός παράδεισος, αξεπέραστο βασίλειο της φύσης. Λίγα κτήματα σπαρμένα με δημητριακά, πολλά με μπαξέδες και κηπευτικά. Οι αγρότες  ξέρουν καλά τον τρόπο της παραγωγής και η πόλη είναι κοντά για να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην κατανάλωση. Ακάματοι δουλεύουν τη γη που τους γέννησε. Αύριο θα θερίσουν στα πρώιμα Παρασπόρια την ψωμωμένη βρίζα και  το μαυρομούστακο σιτάρι. Τα νέα βριζοτόπια και οι σιταριές γίνονται οι καινούριοι βοσκότοποι - μετά τους βαλτότοπους - για τα καλοθρεμμένα προβατοκόπαδα του κάμπου.

            Τους μήνες του καλοκαιριού, που η δουλειά ανάβει, στο χωριό δε βλέπεις άνθρωπο να πεις καλημέρα. Συνεταιρίστηκαν με τη γη· ξεχερσώνοντας, σκάβοντας και καλλιεργώντας το χώμα έπλασαν το χαρακτήρα τους. Έμαθαν να καρτεράνε, να υπομένουν και να υποφέρουν. Κάτω από το λιοπύρι ολημερίς μοχθούν για να προλάβουν τις ατέλειωτες δουλειές. Μόνο τα μεσημέρια με την κάψα τη μεγάλη οι ακούραστοι δουλευτάδες της γης παίρνουν μια ανάσα ξαπλώνοντας για λίγο  στους ίσκιους της γέρικης ιτιάς. Το στριφτό τσιγάρο δεν λείπει από το στόμα τους. Σαλιωμένο και κολλημένο στα σκαμμένα χείλη,  απαλαίνει την αποσταμάρα και ξεγελάει το νου.

            Το απογευματάκι, μόλις η θρασκιοβαρεμένη  λίμνη στέλνει τη δροσερή αύρα της στο ζεματισμένο κάμπο, έχουν πολλές δουλειές να αποτελειώσουν. Καλαμώνουν τη δεύτερη σκάλα της ντομάτας που θα δώσει καρπούς εκεί κατά το Σεπτέμβρη. Φυτεύουν  κουνουπίδια, μπρόκολα, σέλινα. Στο τόπο που είχαν τις πρώιμες πατάτες σπέρνουν σπανάκι, αντίδια, μαρούλια. Αυτή η δεύτερη σειρά σποράς κηπευτικών θ’ αρχίσει να δίνει παραγωγή,  πέρα το φθινόπωρο και θα στραγγίσει κοντά στα Χριστούγεννα.

              Τα ντόπια προϊόντα έχουν όνομα στην αγορά. Πρώτοι ξεπουλάν οι καμποχωρίτες την πραμάτεια τους στη λαϊκή της πόλης και μετά οι μεταπράτες.  Καλοκαιρινά φρούτα και λαχανικά, κιτρινόφλουδα πεπόνια με αρωματική γεύση, ολόγλυκα  πουλιούνται με τo κομμάτι. Η ποιότητά τους κρίνεται αποκλειστικά και μόνο με τη δοκιμή. Πιπεριές  μακρουλές για σαλάτα, στρογγυλές πράσινες για γέμισμα, καυτερές για τουρσί και τσιπουρίσιο μεζέ. Φρέσκα βεργίσια φασουλάκια, ένα προς ένα μαζεμένα, χλωρές μικροκαμωμένες μπάμιες, ολόφρεσκες  ντομάτες. Οι κεράδες με τα συρόμενα καρότσια και τις μεγάλες πάνινες τσάντες, στριμώχνονται  στη λαϊκή αγορά για να προλάβουν κάτι από την καμποχωρίτικη πρώιμη παραγωγή. Ο πάγκος σε λίγες ώρες σχεδόν  αδειάζει. Τα λίγα που απομένουν τα δικαιούται η φτωχολογιά της πόλης που τελευταία περνάει από κει για να διαπραγματευτεί χαμηλότερες τιμές ανάλογες του μεροκαματιάρικου πορτοφολιού της.

            Τα πρώτα λεφτουδάκια οι αγρότες του κάμπου, πριν τα καλοδιπλώσουν στην εσώκλειστη τσέπη της μπλετσοφάνελας, τα περνάνε από τα γένια τους έτσι για σεφτέ και για το καλό ξεκίνημα της παραγωγής. Πληρώνουν ζυγιστικά στο καντάρι, ναύλο στο βαρκάρη για τη μεταφορά, κάνουν και τις πρώτες αναγκαίες αγορές και γυρίζουν πάλι πίσω στο χωράφι, εκεί κοντά στους μπαξέδες, παρέα με τα φυτά, τα σκιάχτρα, τα πουλιά και τα ζώα. Γι’ αυτούς, μετά την οικογένειά τους, τα χωράφια είναι τα παιδιά τους. Από αυτά ζούνε. Γι’ αυτό τα φροντίζουν όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλες τις εποχές του χρόνου.

             Η μικρομάνα παρανιά, καθημερινά με τη σαρμανίτσα ζαλικωμένη στις πλάτες της και το μωρό στην αγκαλιά της, πηγαινοέρχεται και κείνη στον κάμπο για να βοηθήσει με όποιες δυνάμεις της απέμειναν. Ρίχνει κούνια στο φουντωτό κλαρί,  δίνει γάλα απ’ το ζεστό τον κόρφο της στο βυζαχταρούδι της, το κοιμίζει στην κρεμασμένη σαρμανίτσα και πάει στην αράδα του σκάλου. Μαζί με τις άλλες γυναίκες κυνηγάει το χώμα με το τσαπί, τη ρίζα να γεμίσει. Τα μεσημέρια, μέσα στη βαριά καλοκαιριάτικη κουφόβραση, όταν οι άλλοι  ξαποσταίνουν , παίρνει τα λερωμένα μωρουδιακά ρουχαλάκια, μαζί και τον κόπανο, στη φασκιά δεμένα, και τραβάει για τις πλυσταριές του Ζάρκου. Εκεί έξω στην ακρολιμνιά, δίπλα από τον όχτο, πάνω σε δύο γανωμένα ασπρολίθαρα με λίγες καλαμιές αναμμένες, ανάμεσά τους, ένα πρόχειρο τενεκεδένιο καζάνι ζεσταίνει νερό για το ζεμάτισμα των ρούχων. Οι μαυρόπλακες στημένες πλαγιαστά μέσα στα ρηχά νερά της λίμνης, λίγα μέτρα από τη στεριά, περιμένουν τις ξυπόλυτες και ξαναμμένες μικρομάνες να κοπανήσουν και να ξεβγάλουν τα αλλαξιάρικα σκουτιά και τα αργαλείσια σπάργανα.

            Δίπλα  στις πλυσταριές μια βάρκα δεμένη από τη ρίζα της ιτιάς  έχει περασμένα στα πλευρά της τα κουπιά και λιάζεται περιμένοντας τον αφέντη της να   ΄ρθει και μαζί να απλώσουν παραγάδι στ’ ανοιχτά.  Κάποιες προγκισμένες  φαλαρίδες, ανακατεμένες με τα τολμηρά βουτηχτάρια, αναζητούν τροφή στον παραδιπλανό  γλιτσιασμένο βαλτότοπο. Η μέρα σώνεται. Τα πρόβατα κοιλιασμένα αφήνουν την ακροβαλτιά και τραβιούνται προς τη χέρσα χωραφιά. Οι υπομονετικοί τσοπαναραίοι τα μαζεύουν και μέσα από τους στενούς τσουκνιδοφορτωμένους χωματόδρομους, αφήνοντας πίσω τους μπαξέδες και σταραμιές, τα πάνε για το αρμεχταργιό. Οι κουρούνες χορτασμένες  και αυτές από τα  γιουρούσια που έκαναν στα καλαμποχώραφα   και τα τριφύλλια του κάμπου, κράζοντας   ευχαριστημένες, γυρίζουν για κούρνιασμα  στα  βαθύσκιωτα  πλατάνια του λαγκαδιού.

             Ο ήλιος έγειρε, έσκυψε φίλησε τις απόμακρες γκρίζες βουνοκορφές και πάει σ’ άλλα μέρη, σ’ άλλες πατρίδες να ζεστάνει και  κει  τον κόσμο του. Χάθηκε στην αγκαλιά της δύσης,  πίσω από τη βοή της πόλης, αφήνοντας  για παρηγοριά, λίγο πριν το σκοτάδι, την ροδόχρωμη αχλή του.  Οι  αποσταμένοι  δουλευτάδες  της γης, ύστερα από μια ακόμα μέρα χωρίς τελειωμό, μαζί με τα ζωντανά, τις μικρομάνες και τα λιανοπαίδια,  γυρίζουν  κατάκοποι  στο κονάκι τους.  Φυτρωμένοι και ριζωμένοι στον τόπο  τους, ανακατεύοντας με το αλέτρι και το τσαπί  το χώμα που τους ταΐζει, έτσι και κάνεις να τους ξεκόψεις  από κει, βελάζουν σαν πεινασμένα αρνιά, μέρες κλεισμένα σε άδεια μαντριά.                                         

                                                                           Δημήτρης  Μ. Φίλιος                         

                                                                    Οικονομολόγος – Εκπαιδευτικός    

                                                                       filiosdimitrios@gmail.com                                          

                                                               

"Τα α μ π ε λ ο τ ό π ι α " Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος


Έξω  από το χωριό,  λίγο μετά από τα τελευταία σπίτια, συναντάς τα πρώτα καλοδουλεμένα και προσεγμένα αμπέλια. Προσηλιακά, απόγωνα  αμπελοτόπια, με παλιά κλήματα φυτεμένα, που αντέχουν στις κακές καιρικές συνθήκες της περιοχής, με  σχετικά καλές αποδόσεις, γεμίζουν  δεκαετίες τώρα τα κατώγια των νοικοκυριών  με γλυκό κρασί και νόστιμο τσίπουρο.
     Οι παλαιότεροι μιλάνε με αγάπη και θαυμασμό γι’ αυτά τα κτήματα, γιατί στα φτωχά και δύσκολα χρόνια, καλλιεργώντας τα, δεν τους άφησαν να πεινάσουν. Λίγοι είναι αυτοί που τα παράτησαν. Οι περισσότεροι τα καλλιεργούν και τα  περιποιούνται ακόμα. Για να κρατήσεις ένα αμπέλι ζωντανό και καρπερό  πρέπει να του χαρίσεις αρκετό  χρόνο και να του προσφέρεις  αγάπη και φροντίδα.
     Εκεί κατά το Φλεβάρη, μέσα στο βαρύ χειμώνα και το δυνατό βοριά γίνεται το σκάψιμο. Δουλειά για άξιους και χειροδύναμους δουλευτάδες. Μέρες ολάκερες κρατάει το ανακάτεμα στα χώματα Η αξίνα φθάνει μέχρι το κατάριζο. Πριν από το κλάδεμα που γίνεται με πολύ προσοχή και μεράκι από τους γεροντότερους, έχουμε αβγάταιμα του αμπελιού με τη μέθοδο της καταβολάδας. Δοκιμασμένη και πετυχημένη δουλειά.
     Την άνοιξη, προτού τα μάτια φουσκώσουν, μαζί με το σκάλισμα, ρίχνουν στην ξελακωμένη ρίζα και μια δίχειρη χούφτα χωνεμένη κοπριά. Η καλή περιποίηση, του κορμού και της ρίζας, δίνει γερή κληματόβεργα τον Απρίλη, ζουμερό σταφύλι το Σεπτέμβρη, γλυκό κρασί το Φθινόπωρο.
     Το βλαστολόγημα, το ράντισμα και το κορφολόγημα το αναλαμβάνουν οι μεσόκοποι. Όλες όμως οι ηλικίες, παιδιά, νέοι, γέροντες, δίνουν το παρόν στον τρύγο. Σωστό πανηγύρι το μάζεμα των σταφυλιών. Με γιορταστική διάθεση συγγενείς, φίλοι και γείτονες, πάνε να βοηθήσουν. Οι καταπράσινες πλαγιές και οι λογγοζωσμένες  χωραφιές  γύρο από τους αμπελότοπους  αποκτούν ζωντάνια και χάρη την εποχή αυτή. Όλοι οι δρόμοι στην περιοχή φιδογυρίζουν ανάμεσα στα κλήματα και το μάτι σου δε χορταίνει την ομορφιά της χινοπωριάτικης φύσης. Από τα χαράματα οι άντρες φορτώνουν στ’ άλογα τα κοφίνια, τις καλάθες και τα καλαθάκια και μέσα από τα πανέμορφα μονοπάτια βρίσκονται στο αμπέλι για τις πρώτες ετοιμασίες του τρύγου. Οι γυναίκες θα πάνε αργότερα, γιατί πρέπει να συγυρίσουν το σπίτι και να μαγειρέψουν  για τους τρυγητάδες. Οι γιαγιάδες μαζί με τα εγγόνια και τις μανάρες κατσίκες φτάνουν αργοπορημένα.  
     Ο τρύγος αρχίζει. Η περιποίηση του κρασοστάφυλου  γίνεται επιτόπου. Διώχνουν τις ξερές, τις σάπιες και λαβωμένες ρόγες και το τσαμπί μπαίνει καθαρισμένο στο καλάθι. Τα πρώτα σημάδια είναι καλά. Τα σταφύλια πολλά και γλυκά, με εκλεπτυσμένο άρωμα και βελούδινη γεύση. Όσο τα αμπελοβλάσταρα  ανακατεύονται από τα στιβαρά χέρια της εργατιάς, τα κλήματα αδειάζουν, τα κοφίνια γεμίζουν, η κουβέντα μεγαλώνει και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν. Τα προξενιά στις ανύπαντρες και τους ελεύθερους πάνε κι έρχονται. Η τραμουζάνα με το περσινό κρασί γυρίζει από στόμα σε στόμα. Η μεθυστική του γεύση,  λύνει τη γλώσσα και μεγαλώνει τη φαντασία.  Η σκέψη  είναι αχαλίνωτη και η λαλιά ελεύθερη. Το τι έχει ο καθένας  στο νου του  θα το φέρει στη γλώσσα του. Το μυαλό δεν κουράζεται, μόνο τα χέρια υποφέρουν από το βάρος και η μέση από το σκύψιμο.
     Η θεια - Σοφία, άξια γυναίκα, με πολύ όρεξη, πειραχτική διάθεση, καθαρή άρθρωση και λαγαρή φωνή, λέει τα νέα από τον κάτω μαχαλά. « Πόσα πρόβατα γέννησαν στο κοπάδι του πατέρα της, πόσα φορτώματα καλαμπόκι μάζεψαν στα Κεραμαριά του μπαρμπα - Χρήστου, τι υφαίνει στον αργαλειό η κυρα - Αρετή, πότε  μάλωσαν οι καινούργιες συμπεθέρες της γειτονιάς και γιατί».
     Η θεια - Ρίνα, δυνατή και κείνη στην κουβέντα, απαριθμεί τα νέα απ’ όλο το χωριό.  Ο άντρας της είναι κλητήρας στην κοινότητα και ξέρει πολλά. « Ποιος καταπάτησε κοινοτική έκταση, ποιος το Σάββατο θα πάει κατηγορούμενος στον αγρονόμο, ποιος είναι κουμπάρος στο γάμο την Κυριακή» και άλλα πολλά  και διάφορα.
     Ο παππούς με το καλάθι στο χέρι  γυρίζει στα καρποφόρα δένδρα, που από χρόνια είναι φυτεμένα στις άκρες του αμπελιού και μαζεύει μήλα, σύκα, κυδώνια. Οι αχλαδιές φέτος δεν έχουν καρπούς γιατί τα μπολιάσματα πάνω στην γκορτσιά είναι μικρά. Μόλις δύο χρόνια πέρασαν από τότε που ο μπαρμπα - Μίλτος, ειδικός στο μπόλιασμα, αντικατέστησε κάποια αγριόδενδρα με πολύ καλές ποικιλίες αχλαδιάς.
     Τα δυο μεγαλύτερα πρωτοξάδερφα,  ο Δημήτρης και ο Μιχάλης ετοιμάζουν τα φορτώματα, τ’ άλογα, τις σκάλες, τις διχαλωτές φορτωτήρες και τις τριχιές. Θέλουν να δείξουν ότι είναι άξιοι συνεχιστές της παράδοσης και του εθίμου. Ονειρεύονται επέκταση  των αμπελώνων με  παραδοσιακές ποικιλίες, τυποποίηση των κρασιών και εγγύηση ποιότητας. Ο ένας θέλει να σπουδάσει γεωπόνος και ο άλλος οινοποιός.
     Τ’ αμέσως μικρότερα δεν ξέρουν τι θέλουν. Δεν μπήκαν ακόμα στο νόημα του αμπελιού  και στην αξία του σταφυλιού. Κάποια πήγαν στη ρεματιά να παίξουν με τα τρεχούμενα ολοκάθαρα, γαργαριστά νερά και τα υπόλοιπα με μια ανάσα βρέθηκαν στην κορφή της τσούγκας. Μαζεύουν κράνα, αγριόμουρα και κάνουν τσουλήθρα στο γκρεμό. Ζούνε στον κόσμο τους ακόμα. Παιδιά είναι, άστα να χαρούν τη φύση και την τρέλα της νιότης, λέει η γιαγιά.
     Η συγκομιδή του σταφυλιού από τους φανατικούς φίλους του τρύγου και του κρασιού   συνεχίζεται. Τα κοφίνια, το ένα κοντά στο άλλο, γεμίζουν. Τα λεβεντόκορμα   παλικάρια φορτώνουν και κουβαλάνε τη σοδιά στο κατώι του σπιτιού.
     Από μέρες τώρα ο βαρελάς από το βλαχοχώρι πήρε το μήνυμα  και εδώ και δυο βδομάδες με το σακίδιο γεμάτο εργαλεία παλεύει τα ταλάρια, τους κάδους και τα βαρέλια. Πριν το ρούπωμα τα καθαρίζει μέσα-έξω, αλλάζει τις σαρακωμένες  δόγες, βάζει ψάθα στις πλατειασμένες ραφές, χτυπά τα τσέρκια για να σφίξουν τα πλαϊνά, ελέγχει τους πίρους, τους πάτους και τα φουντώματα. Η προέλευση του ξύλου από το οποίο είναι φτιαγμένο το βαρέλι, το μέγεθος και η ηλικία του, είναι παράγοντες καθοριστικής σημασίας για την βελτίωση του κρασιού.
     Το πατητήρι συντηρημένο, ρουπωμένο, πάνω στο πεζούλι, έτοιμο να δεχτεί το πλούσιο σε χυμό, ζάχαρα και γράδα  προϊόν. Το πάτημα αρχίζει, ο μούστος ρέει στα καλαϊσμένα αγκιά και από κει μεταγγίζεται στα μεγάλα ξύλινα ταλάρια. Φέτος το καλοκαίρι ήταν ζεστό, χωρίς πολλές βροχές, γι’ αυτό η παραγωγή πήγε καλά. Τα σταφύλια πεντάγλυκα. Γεμάτα τσαμπιά με τραγανές, άσπρες, ροζέ, και  κόκκινες   ρώγες που βγάζουν καλό και γλυκό μούστο. Σε λίγες μέρες γίνεται το πρώτο σύρσιμο. Ο μούστος μπαίνει  στα κρασοβάρελα, δίπλα από το περσινό ξανθό γιοματάρι και το προπέρσινο κόκκινο σώσμα με την τραχιά του γεύση. Η ζύμωση  και η παλαίωση γίνεται καλύτερα στα δρύινα βαρέλια, αλλά και αυτά που είναι από ρόμπολο δίνουν κρασιά που εντυπωσιάζουν κάθε ουρανίσκο.
      Η σχέση του αμπελουργού με το κρασί εκσυγχρονίζεται και συστηματοποιείται. Κρασιά ανώτερης ποιότητας με παραδοσιακό τρόπο φτιαγμένα και με οικογενειακά μυστικά, καλά φυλαγμένα από τους αμπελοκαλλιεργητές. Η εμπειρία προσθέτει καινούριες αρωματικές συνθέσεις σε χρώμα και γεύση. Το φετινό κοκκινέλι είναι ένα αριστούργημα παραγωγής που προκαλεί το χρόνο να το επιβεβαιώσει.
   Τα τσίπουρα (στέμφυλα) χωρίς την καλούπα μεταφέρονται στα ταλάρια για ρακί. Σαράντα μέρες μετά, εκεί στα μέσα Νοέμβρη, αρχίζουν τα αποστάγματα. Στην Ήπειρο τους δυο τελευταίους μήνες του χρόνου βράζει ο τόπος. Ρακί ή τσίπουρο λέγεται το απόσταγμα των υποπροϊόντων του σταφυλιού. Τσικουδιά το λένε στην Κρήτη, ζηβανία στην Κύπρο. Κάθε περιοχή υπερηφανεύεται για την ποιότητα του προϊόντος, τα  υψηλά γράδα του, και τον τρόπο απόσταξής του. 
     Ρακοκάζανα, λουλάδες, ψύχτες, αγκιά, χωνιά και τραμουζάνες όλα συμμετέχουν στη σειρά για να βγάλουν το απόσταγμα. Η φωτιά ανάβει. Τα τσίπουρα στο σφραγισμένο καζάνι βράζουν, ο λουλάς αμπουριάζει, ο ατμός προχωράει στο σιδερένιο ψυκτοβάρελο, υγροποιείται και ως ρακί  πλέον στάζει στο γυάλινο μαστραπά. Το πρωτοράκι είναι βαρύ, σκέτο σπίρτο, δε γλωσσιάζεται και το χρησιμοποιούν σαν γιατροσόφι για εντριβές το χειμώνα. Το μεσόβγαλμα γλυκόπιοτο και το αποράκι  πάει για πισωγύρισμα στο επόμενο καζάνι. Αποστάγματα σταφυλιών, αμπελουργών μεράκια λέει και ξαναλέει ο νοικοκύρης του σπιτιού. Σε λίγο να και οι δοκιμαστάδες. Το καμποχώρι των Λογγάδων, ένα από τα μεγαλύτερα ρακοχώρια της περιοχής των Ιωαννίνων, διαθέτει ντόπια γραδόμετρα. Ρακοπατέρες τους βάφτισε ο παππούς. Γεροί τσιπουράδες. Ρίχνουν το ρακί στη φωτιά και από το χρώμα  και το φούντωμα της φλόγας καταλαβαίνουν τα γράδα. Είκοσι δύο λέει ο πρώτος, όχι είκοσι τρία απαντάει ο δεύτερος που έριξε κανά δύο στο λαρύγγι χωρίς να περάσουν καν από τη γλώσσα του. Η ρακοποσία θέλει ρέγουλο, βαράει κατακέφαλα, ειδικά τους νέους οπαδούς της.
     Οι εκλεκτοί επισκέπτες  κρατάνε συντροφιά στους καζανοβγάλτες, βοηθάνε στην αλλαγή των καζανιών, ετοιμάζουν τα επόμενα, συμπάνε τα μισοδαύλια για να  ρυθμίσουν  τη φλόγα της φωτιάς, αλλάζουν βάρδιες μεταξύ τους, ξεκουράζονται γιατί τα ρακοαποστάγματα κρατάνε μέρες και φέρνουν κόπωση. Είναι όμως μια καλή ευκαιρία για απλές, ήρεμες συναντήσεις, με άφθονο ρακί στα ποτήρια,  εκλεκτούς μεζέδες στα πιάτα και μπόλικη κουβέντα γύρο από την φωτιά.
     Τα αμπέλια μετά τον τρύγο δεν ερημώνουν. Υπάρχουν πολλές δουλειές ακόμα εκεί που περιμένουν τον τελειωμό τους. Οι άντρες πρέπει να επιδιορθώσουν  τα μισογκρεμισμένα πεζούλια που κρατάνε δεμένες τις αναβαθμίδες του αμπελιού, να κλείσουν τα περάσματα για τα ξένα ζωντανά και τα ζουλάπια του λόγγου, να σκάψουν τα αυλάκια που παίρνουν τα νερά από τις νεροσυρμές, να κόψουν από τους όχτους τις πουρναρότουφες που πιάνουν την ανάσα στα κλήματα και να τακτοποιήσουν ό,τι λειψό και ανάποδο βρεθεί μπροστά τους.
     Ο παππούς με τους βοσκούς θα επισκευάσουν την καλύβα. Θα αλλάξουν τον ξυλότυπο της στέγης και θα αντικαταστήσουν τη σάπια βριζάλα της. Εκεί στο ξέφωτο, το κρύο πετσοκόβει και, όταν  η φύση ανεμοδέρνεται και η χωραφιά  νεροποντιάζει η καλύβα στ’ αμπέλι φιλοξενεί τους  δουλευτάδες της γης και τους  τσοπαναραίους της ράχης.      
        Καλά τελειώματα για φέτος και για  του χρόνου  καλή προκοπή, με διπλάσια παραγωγή και γλυκό κρασί.              
                                                                     Δημήτρης   Μ.  Φίλιος 
                                                               Οικονομολόγος -  εκπαιδευτικός  

                                                                  filiosdimitrios@gmail.com