Οδηγίες!!!

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Σεξουαλικό Έγκλημα της 10ης Νοεμβρίου 1894

Ευθύνη της Χωροφυλακής στα τέλη του 19ου αιώνα εκτός από την τήρηση της τάξης, ήταν και το κυνήγι των παράνομων ζευγαριών που ερωτοτροπούσαν σε δημόσιους χώρους. Στο στόχαστρο βρέθηκαν ακόμα και  νεαρές κοπέλες έπρεπε να λογοδοτήσουν για τη συμπεριφορά τους. Ειδικά εάν με την στάση τους  προκαλούσαν τα λεγόμενα χρηστά ήθη. Η  επιστολή του ενωμοτάρχη στην Κούλουρη της Σαλαμίνας, είναι ένα πραγματικό ντοκουμέντο που μαρτυρά ότι οι χωροφύλακες έστηναν επιχειρήσεις παρακολούθησης ζευγαριών, που ζούσαν τον έρωτά τους μακρυά από αδιάκριτα βλέμματα σε απόμερα σημεία, ακόμα και στην εξοχή.Έστηναν ενέδρες και έκαναν εφόδους σε δασάκια, ακρογιαλιές και άλλα σημεία που δεν φώτιζαν  επαρκώς οι λιγοστοί φανοστάτες στους δημόσιους δρόμους. Επιπλέον όμως, η επιστολή δείχνει ότι ο χωροφύλακας είχε την εξουσία να κάνει κάθε είδους έρευνα για να βρει τους ενόχους των ανάρμοστων συμπεριφορών. Οι  ερωτοτροπίες θεωρούνταν αδίκημα και μάλιστα βαρύτατο για τις νέες της εποχής εκείνης (1894). Όπως αναφέρει στην επιστολή του ο χωροφύλακας  για τον εντοπισμό της παραβάτιδας θα πήγαινε στο τοπικό πανηγύρι και θα έψαχνε να βρει σε ποια κοπέλα ταίριαζε η παντόφλα που είχε βρει στον τόπο του «εγκλήματος»! Άγνωστο είναι εάν ο δαιμόνιος εκπρόσωπος του νόμου εμπνεύστηκε την έρευνα από  το παραμύθι της Σταχτοπούτας, αλλά μοιάζει να έφερε την φαντασία στην εξουσία… Όπως ο υπασπιστής του πρίγκηπα  έψαχνε στο παραμύθι να βρει σε ποια καλλονή ταίριαζε το γοβάκι που είχε αφήσει στον χορό, έτσι και ο ενωματάρχης  θα έψαχνε μία – μία τις κοπέλες για να δει σε ποια ταιριάζει η παντούφλα. Δεν έχει σημασία εάν αυτή η έρευνα θα εξέθετε όλες τις γυναίκες, που ενδεχομένως να είχαν  το ίδιο μέγεθος στο πόδι, αλλά αυτό ήταν προφανώς μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι ο συνοδός της δεσποινίδας ή της κυρίας, περιγράφεται λίγο ως πολύ ως διαφθορέας που ήρθε από την Αθήνα για να μολύνει την ήσυχη και ανυποψίαστη τοπική κοινωνία. Μάλιστα στην αναφορά επισημαίνεται ότι ο δράστης έφυγε κρυφά από το πορθμείο, προφανώς για να δείξει ότι η αστυνομική έρευνά ήταν πλήρης και ο χωροφύλακας εκτέλεσε με ζήλο τα ερευνητικά καθήκοντά του. Ο δραστήριος  και επίμονος Ενωματάρχης Μιχαήλ Ζουλαχμάκης θεώρησε το ζήτημα μεγάλης σημασίας και  ενημέρωσε εγγράφως τους προϊσταμένους του, ενώ πειστήριο κράτησε  τη σκελέα της κοπέλας, δηλαδή το εσώρουχό της. 

Ακολουθεί η επιστολή:... 

Αναφορά προς το αρχηγείο της Χωροφυλακής.

 Εν Κούλουρη τη 10η Νοεμβρίου 1894   

Προς τον Σεβαστόν και αξιότιμον αρχηγόν Αθήναζε  

Έχω την τιμή να σας αναφέρω τα κάτωθι που υπέπεσαν εις γνώσιν μου. 

Χθες περί λίχνων αφάς καιροφυλακτίσας λάθρα και υπούλως, συνέλαβον ζεύγος ερωτομανές, αποτελούμενο μιας εγχωρίου νεανίδας κι ενός αλλοφύλου άρρενος εις απρεπήν στάσην αλλά λόγω του δημοτικού σκότους και ελλείψει ιδιωτικού φαναρίου εις χείρας μου, απέδρασαν και εξακολουθούν απέδρα, αφήσαντες ακουσίως εις τον τόπο του εγκλήματος, τα τεκμήρια της ανόμου πράξεώς τους, την τε γυναικείαν σκελέαν, την εγχώριον παντούφλαν και τε τον πήλον του αλλόφυλλου άρρενος, άτινα συνέλαβον άνευ αντιστάσεως τίνος. 

Ο ανήρ διετέλη ενταύθα εξ Αθηνών προσωρινώς και επί συστάσει εις πανδοχείον και απέδρα περί το λυκαυγές κρυφίως και υπούλως, δια του πορθμείου.
   
Αύριο θα επωφεληθώ της ενταύθα ζωοπανηγύρεως και ήθελον προβάλλειν την εγχώριον παντούφλαν εις τους πόδας των γυναικών προς αναγνώρισιν της ενόχου οικοδεσποτίσης, ταύτης κηρυχθήσεις εις άγνοιαν. 

Την σκελέαν κρατώ ως πειστήριον.

 Ευπειθέστατος 
ο Αναφέρων 
Μιχαήλ Ζουλαχμάκης 
Ενωματάρχης  ... 

Διαταγή του Χωροφύλακα!!!!! Αποφασίζει και διατάζει,ανθρώπους,σκυλιά,γαϊδούρια...

Αστυνομική εγκύκλιο του 1907

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ


Προς απάσας τας αρχάς που διοικούν το χωρίον Ματαράγκα Καρδίτσης: Δήμαρχο, ιερέα του χωρίου, Δάσκαλο και απαντάς τους προύχοντας του χωριού. Ήλθα εις Ματαράγκαν κατόπιν διαταγής του Διοικητού μου μετά ενός χωροφύλακος προς επιβολήν της τάξεως από άκρου εις άκρον του χωρίου άνευ χρονοτριβής και άμεσα.
Διότι προχθές στο σιργιάνη μετά την θίαν και Ιεράν Λιτουργίαν εν το Ναό όταν έπεζαν τα κλαρίνα και τα όργανα ο Κώστας (ας μην αναφέρο το όνομά του) χόρεβ σινέχια μπροστά χορίς να αφίνη και τους άλους να χορέψουν μπροστά με κατά σινέπια παραξιγιθίκατε και πλακοθίκατε στο ξίλο με τα παλούκια και. τα μαχέρια με αποτέλεσμα και κατά σινέπια να τραβματιστούν πολοί άνθροποι.
Πάραφτα να εφαρμόσετε απάσας τας εξής διαταγάς μου:
1) Αν ζανασιμβή τιάφτη πράξης εν τω χωρίο να γνορίζετε ότι θα σας συλλάβω και άνεφ χρονοτριβής άμεσος θα σας κλείσο στη φυλακή. Όταν πέζουν τα κλαρίνα και τα μουσικά όργανα στο σιργιάνη στο πανιγίρη και στο γάμο πρέπη να χορέβουν μπροστά άπαντες που επιθιμούν να χορέψουν και όχι μόνο ο ίδιος άνθροπος. Αφτό είνε γαηδουριά.
2)Μου αναφέρθικε ότι ο γάηδαρος του χαντζόπουλου τον Σεπτέμριο μπίκε στο καλαμπόκ του Βάϊου (ας μην αναγράψο το επίθετο)και ο Βάϊος εκνεβρίστικε και κάρφοσε τον γάηδαρο με τιν αξάλη στο ένα καπούλη. Καταλαβένετε ο γάηδαρος δεν είναι o όνος αλά ο Βάϊος. Άνεφ πολόν σκέψεον καταλαβένη κανής ότι το κεφάλη δεν έχη μιαλό αλά κολοκιθόσπορο. Απαγορεύετε να ξαναγίνη εκ νέου τέτιο απαράδεκτο η παράμιο πράγμα.
3)Πήγα στο μαγαζη για κάφε και από έξο βρομούσε κατρουλιό. Απαγερεύετε να κατουράτε, έξω στον τίχο του μαγαζιού·
4) Απαγορεύετε το βρισίδιν το φονασκίν και εντός του καφενίου το ανεμίζιν διότι είναι χιμόνας, και εσθάνετε τις αποφορά από τι βρόμα. Όστις επιθιμή να ανεμιστή να εξέρχετε έξοθεν του καφενίου.
5) Ίδα πολές γυνέκες να πιάνουν τη σιγγούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρότα έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός.
6) Όταν λίαν προΐαν πάτε τα γελάδια στο γελαδάρη και γιρίζοντας πρέπη ανιπερθέτος να μαζέβετε τις βονιές των ζώον από το δρόμο, το ίδιο να κάνετε και το βράδη διότι δεν έχη που να πατίση όστις βαδίζη εις τας οδούς του χωρίου. Και έκτος του τιούτου σας χριάζοντε αι βονιές να ζεστένεστε στο μπουχαρί το χιμόνα με τα κρία.
7) Σε. κάθε πανιγίρι αποκριές Πάσχα και γάμους που βαδίζη καλοντιμένος ο κόσμος και πάι στην Εκλισία και μετά χορέβη στο σιργιάνια και στους γάμους πρέπη άπαντα τα σκυλιά να είναι δεμένα δια χονδρόν αλισίδεον και σχινίον προς αποφιγίν ατιχιμάτων εκ τον σκιλοδακομάτων.
8) Να μίν πίνετε πολί ινοπνευματόδη ποτά τσίπουρα και ίνους και μετά ξερνοβολάτε και κάνετε χαζαμάρες.
9) Να τιρίσετε άνεφ αντιρίσεος και χρονοτριβής την άνοθεν τάφτην διαταγήν μου άνθροπη σκύλη και γινέκες διότι όπιος συληφθή παραβάτις θα τον σιλάβο θα τον κλίσο στο σχολίο και αλίμονο του θα τον ταράξο και θα τον μαβρίσο στο ξίλο
Να με σινχορίτε αν έκανα κάπιο σιντακτικό λάθος καθότι τελίοσα και εγώ την τρίτη του Δημοτικού σχολίου διότι δεν με έστιλε ο πατέρας μου από το χωρίον στιv Λάρισσαν για να μάθο περισότερα γράματα Σαν γκαραγκούνις που είμε και εγώ καταλαβένετε άπαντες τας γραφάς μου τας οπίας θέλετε δεν θέλετε θα τας τίρισετε ανιπερθέτος.
Εν Ματαράγκα τη 8η Δεκεμβρίου 1907
Ο Διοικητής του Χωρίου
Νικόλαος Παπάκωνσταντινου
Υπονωμοταρχης

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Ο Κώστας με τη φλογέρα του!!!!


Από καιρό ήθελα να γράψω για ένα παλληκάρι του χωριού μας την Εποχή του 1955!!!!
Να γράψω τις παιδικές μου αναμνήσεις που μου έμειναν στο μυαλό μου ,και συντροφεύονται με τη μελωδία της φλογέρας που έπαιζε τις νύχτες με το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, ο Κώστας Αγγέλης πάνω στον Προφήτη Ηλία ,στη γνωστή μας τοποθεσία «Χάιδω».
Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τότε που ήταν όλα αγνά, τότε που παίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς κρυφτό και τρέχαμε στα λιβάδια τα βράδια, κυνηγώντας τις κωλοφωτιές (Πυγολαμπίδες) και αφού τις πιάναμε τις τρίβαμε πάνω στα χέρια μας και φωσφόριζαν, μοιάζοντας σαν φαντάσματα τις νύχτες………..
Αντιλαλούσε όλη η γειτονιά, από τα γέλια μας και τις φωνές μας, μέχρι αργά το βράδυ, όταν οι γονείς μας με φωνές και απειλές, μας καλούσαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας για να κοιμηθούμε και να φάμε το λιγοστό φαγητό που είχε ξεμείνει……
Ιδρωμένοι , και κουρασμένοι από το παιχνίδι, πίναμε λίγο κρύο νεράκι από το πηγάδι του χωριού, που έφερνε η μάνα μας με τη βαρέλα και αμέσως ξαπλώναμε έξω στην αυλή μας, πάνω στις μεγάλες και χοντρές ψάθες από ρογκόζιο που περίτεχνα έφτιαχναν οι γονείς μας, μαζεύοντας τον ρογκόζιο από τη λίμνη μας, την όμορφη και πεντακάθαρη Παμβώτιδα!!!
Καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας κοιτάζαμε ψηλά στον ουρανό, που έλαμπε από αστέρια, εντοπίζαμε κάποιους αστερισμούς και δείχνοντας με το δάχτυλο μας τη θέση του κάναμε όνειρα, ελπίζοντας για λίγα καλά, που θα θέλαμε να μας συμβούν!!!!
Ελπίζαμε για όσα καλά και αγαθά γνωρίζαμε ότι υπάρχουν, αφού δεν είχαμε πάει πουθενά αλλού εκτός από το χωριό και τα Γιάννενα και δεν γνωρίζαμε τι υπάρχει στον κόσμο!!!
Ούτε τηλεόραση, ούτε φυσικά Internet και Τεχνολογίες της Εποχής μας……….
Μεσάνυχτα, τα μάτια αρχίζουν να κλείνουν και ξαφνικά πάλι ηχούσε στα αυτιά μας η γνώριμη για μας φλογέρα………………………

Πάνω στο βουναλάκι στον Προφήτη Ηλία, μαζί με τα κουδούνια των προβάτων, άρχιζε να παίζει  με τη φλογέρα του και πάλι ο Κώστας Αγγέλης ,πότε χαρούμενους σκοπούς και πότε,πότε κάποιο μοιρολόι …….



Τα μάτια μας ανοιχτά, τα αυτιά μας προσηλωμένα στη μελωδία της φλογέρας του Κώστα και τα κουδούνια των προβάτων και χτυπούν ρυθμικά ,εκεί ακίνητοι ,χανόμαστε στο Σύμπαν που έβλεπαν τα ματάκια μας και στα ακούσματα της φλογέρας!!!!!!
Τέλειωνε κάποιο σκοπό και αγωνιούσαμε να ακούσουμε τον επόμενο,με τον φόβο μήπως και σταματήσει να παίζει!!!!
Άρχιζε με τον γνωστό σκοπό «Ο Σκάρος» και πάντα τελείωνε με το Μοιρολόι του………….
Κάποια στιγμή, ακούγονταν μόνο τα κουδουνίσματα των προβάτων και κάποιος Γκιώνης να σπάει με τη φωνή του την σιωπή της νύχτας………………..

Εκεί μας έπαιρνε ο ύπνος ,με την κοιλίτσα μας να γουργουρίζει από την πείνα και τον αντίλαλο της φλογέρας του Κώστα να ηχεί ακόμη στα αυτιά μας….

Νίκος Παπαχρήστος

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Το Πανηγύρι στη Φανερωμένη!!!



Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά  να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...
Στο καμποχώρι των Λογγάδων, την Τρίτη μέρα της Πασχαλιάς πανηγυρίζουν στο εκκλησάκι της Φανερωμένης.
Το δειλινό της Δευτέρας, οι πιστοί παίρνουν την άγια εικόνα της Μεγαλόχαρης από την παλιά κεντρική εκκλησία και ποδαράτοι, με μπροστάρηδες τους ψαλτάδες, τα λιανοπαίδια με τα εξαπτέρυγα και τον παπά με το ευαγγέλιο στην αγκαλιά και παραπίσω  οι άλλοι χωριανοί, ψάλλοντας όλοι μαζί το«Χριστός Ανέστη» και περνώντας  μέσα από πλατανόφυτες ρεματιές, καταπράσινες πλαγιές και ανθισμένες κουτσουπιές, φτάνουν ψηλά στο λόφο στο πανέμορφο ξωκλήσι.

Λιθόκτιστο, με ντόπια μαυρόπλακα σκεπασμένο, στρωτό, φτωχό, με βαριά ξύλινη πόρτα, μονόφυλλα παράθυρα, ασφαλισμένα με στρογγυλές σταυρωτές σιδερόβεργες, μεμονόκλιτο ανισόπεδο καθολικό, με λίγες κρεμασμένες εικόνες στους ασπρισμένους τοίχους, χωρίς πολυελαίους, χωρίς στασίδια και φανταχτερά μανουάλια,χωρίς σκαλίσματα και βυζαντινές αγιογραφίες στο απέριττο τέμπλο του, ολομόναχο,στέκει ολόρθο ψηλά στο λόφο κοντά στην ερημιά, προκαλώντας δέος και ταπείνωση σε κάθε προσκυνητή. 
 Εκεί δίπλα, έξω στην αυλή της εκκλησιάς σ' ένα γυρτό κλωνάρι της χοντρόκορμης γέρικης βαλανιδιάς, κρέμεται το σημαδεμένο από την πολυκαιρία σήμαντρο που ο ήχος του προσελκύει την προσοχή κάθε διαβάτη και τον προσκαλεί να ξεκουραστεί στα πετρόχτιστα πεζούλια της δεντρόφυτης αυλής.
Μικρή η απόσταση από το χωριό ως εκεί, αλλά μεγάλη η απόδραση.Το ηλιόγερμα γίνεται κατανυκτικός εσπερινός και αργά το βράδυ αρχίζει η ολονύκτια. Οι προσκυνητές γονατισμένοι, σταυροχεριασμένοι, με ακουμπισμένο το σαγόνι στο στήθος, με μισάνοιχτα τα μάτια, με καταλαγιασμένο το νου και στραμμένη τη σκέψη στο Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, γεμάτοι ελπίδα, ψάλλουν και ξενυχτούν για χάρη της θαυματουργής εικόνας της Φανερωμένης. Τα κεριά τρεμοπαίζουν μπροστά στη δακρύβρεχτη Παναγία και το κοκκινωπό φως των καντηλιών θαμποφεγγίζει τα άγια πρόσωπα των εικόνων.
Την άλλη μέρα, την Τρίτη του Πάσχα, μετά την αναστάσιμη λειτουργία σμίγουν φίλοι και συγγενείς.Αυτοί που ζουν στο χωριό αλλά και αυτοί που ξενιτεύτηκαν έχουν το αντάμωμα της Φανερωμένης  σημείο αναφοράς, γιατί η ζωή τους συναντιέται με το χθες και φέρνει αναμνήσεις, ανακατεύεται με τις παραδόσεις,τα ήθη, τα έθιμα, την ιστορία και τον πολιτισμό και  γεννάει προσδοκίες.Η νοσταλγία για την πατρίδα και ο έρωτας για τη γενέθλια γη, τους κουβαλάει όλους αυτές τις μέρες εκεί. Γεννήθηκαν σ' έναν τόπο όμορφο, αδάμαστο και περήφανο, που έβγαλε τεχνίτες, επιστήμονες, ανθρώπους εργατικούς, προκομμένους,γενναιόδωρους και ανοιχτόκαρδους.
Στην κουβέντα, μαζί με τα άλλα νέα, τα συνομήλικα και φιλικά πηγαδάκια σχολιάζουν την εύπεπτη επικαιρότητα που έχει άμεση σχέση με το χώρο και την άγια ημέρα: ποιες γυναίκες καθάρισαν την εκκλησιά, ποιες ασβέστωσαν τους τοίχους και τα πεζούλια, ποιες ομάδες ξενύχτησαν την εικόνα χτες βράδυ στο ξωκλήσι, ποιος είπε τον απόστολο, ποιος έψαλλε καλύτερα το «Χριστός Ανέστη», ποια πεθερά αγόρασε την καλύτερη λαμπριάτικη  λαμπάδα στην  αρραβωνιαστικιά του γιου της, ποια νιόπαντρη φοράει ακριβοαγορασμένο και καλοραμμένο μεταξωτό φόρεμα, ποιος γάμος θα γίνει την Κυριακή του Θωμά.Κάνουν κουβέντα για τα βακούφικα κτήματα της Φανερωμένης και πως μπορούν να τα αξιοποιήσουν κάποιοι μάλιστα που έχουν χρόνια να βρεθούν εκεί, ρωτάνε να μάθουν ποιοι έφτιαξαν τον αυλόγυρο, ποιος μάστορας έχτισε την πέτρινη βρύση, ποιοι φύτεψαν τον πλάτανο και τις κουτσουπιές, ποιοι δώρισαν τις καντήλες και τα καινούργια αναλόγια, τι άλλα πρέπει να γίνουν ακόμα, πώς, πότε και με τι.
 
Όλες οι ηλικιωμένες και οι περισσότερες μεσόκοπες γυναίκες που ξέρουν τα έθιμα της ημέρας λένε με το στόμα τα τραγούδια που αναφέρονται στα πάθη, την σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού.

Λίγο πιο κάτω, στα πόδια του αυλόγυρου της εκκλησιάς, βρίσκεται η ραχούλα με τις στρογγυλοκαμωμένες  πουρναρότουφες, τις λασπωμένες νεροσυρμές και τον απότομο ρόβολο που λέρωσε και ξήλωσε πολλά πασχαλινά παντελόνια των νεολαίων που ήθελαν να δοκιμάσουν το ροβόλισμα στην ανώμαλη πίστα του. Το λοφάκι αυτό είναι το μεγάλο αγνάντι των επισκεπτών.Είναι το μπαλκόνι της Φανερωμένης. Από δω η ανοιξιάτικη φύση γυμνάζει το βλέμμα στην ομορφιά. Από μπροστά σου ξεκινάνε πεζοπορικές διαδρομές για τους φανατικούς λάτρεις της φύσης, μονοπάτια για αναζωογονητικούς περιπάτους από ρομαντικούς περπατητές κάθε ηλικίας, φύλου και αντοχής.Στα  ριζά του λόφου οι αμπελώνες σκαλισμένοι, κλαδεμένοι, περιποιημένοι με τα κλήματα στη σειρά ζυγισμένα και στοιχισμένα λες και είναι έτοιμα να περάσουν σε πατριωτική παρέλαση λευτεριάς.
Παρακάτω το βοϊδολίβαδο γεμάτο αγριολούλουδα, πασχαλιές και τρυφερό χορτάρι, συνέχεια ο οργωμένος κάμπος, ο βάλτος με τους καλαμιώνες, η καταγάλανη λίμνη με τα ψαροκάϊκα και τις βαρκούλες της.Στο βάθος απέναντι, αλάργα από το μάτι σου, η πόλη σκεπασμένη με την πρωϊνή καταχνιά. Δεξιά το περήφανο Μιτσικέλι καθρεφτίζει τις χιονισμένες βουνοκορφές και τις καταπράσινες πλαγιές του στα νερά της ήρεμης Παμβώτιδας.Κάτω στα πόδια του βουνού το καμποχώρι με τα αρχοντόσπιτα,  χτισμένα με χάρη και αλογάριαστο μεράκι, με τα ψηλά καμπαναριά και τις παλιές πέτρινες εκκλησιές, τις πλακόστρωτες πλατείες και τις όμορφες παιδικές χαρές, με τα μεγάλα σχολειά, τα παραδοσιακά καφενεία και τα μπακαλιά, με τις περιποιημένες πρασιές και  τις ευρύχωρες αθλητικές γωνιές.

Το μάτι ξεκουράζεται, όταν πέφτει στα διπλανά καμποχώρια και ο κάθε επισκέπτης κάνει τη δικιά του σκέψη και φέρνει στο νου του μνήμες ταξιδεύοντας πίσω στα παλιά, και παραλληλίζοντάς τα με τα τωρινά, θέλει ναναι καλύτερα τούτα.Καταμεσής του κάμπου, έτσι λοξά στην αριστερή γωνιά, σαν σαμάρι δεμένο σε περήφανο άλογο, προβάλλει το βουνό της Καστρίτσας, που χρόνια τώρα φέρνει φορτωμένο στην πλάτη του ένα από τα ομορφότερα μοναστήρια της περιοχής.Πλάγια και αριστερότερα, έτσι όπως κοιτάς τη λίμνη, φαίνεται η Ιερά Μονή της Τσούκας,ξακουστή για  τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, με τα πολλά  τάματα, που δίνει κουράγιο στους αποσταμένους εργάτες της γης και τους ανεμοδαρμένουςτσοπαναραίους της ράχης.

Από τα απέναντι σιάδια ακούγονται τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών, τα βελάσματα των αρνιών, τα σαλαγητά των βοσκών και τα αλυχτήματα των σκυλιών. Ακόμα και τη μέρα της Πασχαλιάς, οι τσοπαναραίοι απ’ τα άγρια χαράματα βγάζουν τα ζωντανά τους για βοσκή στις χέρσες Γκαβέρνες.Στη διπλανή βακούφια χωραφιά σταλίζει κάτω απ' την στραβόκλαρη αγκαθωτή  γκορτσιά η γερασμένη φοράδα, αφημένη από το αφεντικό της. Αφού στα νιάτα της όργωσε και αυλάκιασε το μισό κάμπο, αφού κουβάλησε όλα τα ξύλα του λόγγου στις αυλές των σπιτιών και αφού αυγάτισε το ζωϊκό βασίλειο με τα  καλογεννημένα πουλάρια της, τώρα, αποσταμένη,ξεσαμάρωτη, ξεκαπίστρωτη, ξεπετάλωτη με ξεχειλωμένες κοιλιές, με κρεμασμένα προγούλια και τσιμπλιασμένα μάτια , περνάει τα γηρατειά της απόκοσμα, εκεί στα φιλόξενα χέρσα κτήματα της Φανερωμένης, φορτωμένη με αλογόμυγες και ενοχλητικά ταβάνια.
Πίσω από την πουρναριά, η μακρυκέρατη, γκιόσα, καλογάλαρη,  μανάρα κατσίκα, δεμένη με μακρύ ριγανέλι, ξεκλαρίζει με λαίμαργο τρόπο μια τρυφερή νεοβλάσταρη τούφα. Το τσοκάνι, που φοράει στο λαιμό της, προδίνει την φουριόζικη παρουσία της.Ο κούκος διαλαλεί τον ερχομό της άνοιξης. Η γερακίνα γυροπετάει αναζητώντας τροφή και το μικροσκοπικό αηδόνι με τη μουσική τουδεξιοτεχνία και τη μελωδική πληρότητα συνθέτει πασχαλιάτικες μουσικές.

Ο θυμαρίσιος αέρας κατεβαίνει απ' την πλαγιά και εκεί στην αυλή της Φανερωμένης, μπροστά στα μάτια των προσκυνητών, σφιχταγκαλιάζει και γλυκοφιλάει ερωτικά την ευωδιά της ανθισμένης φύσης. Το ανοιξιάτικο ζευγάρι κατηφορίζοντας προς τον κάμπο τρυγάει τη μυρωδιά της άγριας ρίγανης. Οι μαργαρίτες και τα αγριολούλουδα χαμογελούν στο πέρασμά του και ανακατεύουν το δικό τους καμποχωρίτικο άρωμα με του βουνού τις χάρες. Μένεις άναυδος από την πανδαισία των χρωμάτων και των συναισθημάτων παρακολουθώντας από εκεί πάνω την ανοιξιάτικη φύση. Ένα τοπίο απόλυτης αρμονίας και ομορφιάς.
Οι κοπέλες του χωριού, ομορφοκαμωμένες, λαμπαδόχυτες κορμοστασιές,  λαμπροστολισμένες, εκεί στο χώρο της μάζωξης, μοιράζουν στους επισκέπτες κόκκινα αυγά, πασχαλινά κουλούρια, τετράγωνα αμυγδαλωτά λουκούμια και προσφέρουνε με γυάλινους μαστραπάδες κρύο νερό από την τρεχούμενη βρύση της Φανερωμένης.Το μεσημέρι, όσοι ανηφόρισαν μέχρι εκεί,  κάτω από τα ίσκια της πολύχρονης βαλανιδιάς, στρώνουν το λαμπριάτικο τραπέζι και τρώνε μαζί σαν μια οικογένεια.
Τα αρνίσια παϊδάκια, τα προβατίσια κοντοσούβλια και τα χωριάτικα χοιρινά λουκάνικα ξεροψήνονται στ' αναμμένα κάρβουνα της πρόχειρης ψησταριάς και στέλνουν την τσίκνα τους στις μύτες των προσκυνητών.Ύστερα από τόσες μέρες νηστεία όλοι πάσχουν από αχόρταγη λαιμαργία. Κάποιες καράφες με παλιό κρασί δροσίζονται βουτηγμένες στα κρυσταλλογάργαρα νερά της ρεματιάς.
 Πιο πέρα οι οργανοπαίχτες κουρδίζουν τα βιολιά και τα νταούλια. Ο γύφτος παίζει κλαρίνο, ο τσέλιγκας φλογέρα, οι χωριατοπούλες τραγουδούν κι όλοι μαζί χορεύουν.  Πρώτος ο παπάς παραγγέλνει και σέρνει τον χορό. Ύστερα οι γεροντότεροι με τους ανθρώπους της ξενιτιάς. Τα νιάτα τελευταία κλείνουν το γλέντι και με το νεανικό παλμό τους δίνουν μια ατέλειωτη πολυχρωμία στην επισημότητα της ημέρας. Δένει το παλιό με το νέο, το σύγχρονο με το παραδοσιακό.
 Για μια ακόμη φορά όλοι οι χωριανοί, εκεί στο ξωκλήσι της Παναγίας γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού και της Φύσης. Μονιασμένοι και αγαπημένοι πίνουν, και γλεντούν.Ερασιτέχνες εραστές του φωτογραφικού φακού αποθανατίζουν πρόσωπα, παραστάσεις και σκηνές από την μεγάλη γιορτή, όμορφες γωνιές και τοπία από την ανοιξιάτικη φύση. Ακόμα οι κοινωνίες της υπαίθρου κρατάνε ανόθευτους και αλέρωτους ανθρώπους, με  αρυτίδωτο χαρακτήρα, με απλή σκέψη και ντόμπρα συμπεριφορά.

Ύστερα από ώρες και μετά από πολλά τσουγκρίσματα και ευχολόγια, ψάλλοντας αναστάσιμα και έχοντας μαζί τους την εικόνα της Μεγαλόχαρης γυρίζουν στο χωριό.Από αύριο όλα αλλάζουν. Η ζωή τραβάει το δρόμο της και οι καμποχωρίτες ξαναρχίζουν τον αγώνα για την επιβίωση. «Και του χρόνου να είμαστε  καλά, να ξαναγιορτάσουμε στο ξωκλήσι» είναι η τελευταία ευχή που ακούς στο κάθε σταυροδρόμι την ώρα του ξεχωρισμού.



Το πανηγύρι  στην Παναγιά Φανερωμένη είναι το πρώτο ξύπνημα ύστερα από τον μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι η πρώτη ανάσταση της ζωής ύστερα από μια μεγάλη νάρκη και ένα βαθύ μαρασμό. Είναι το πρώτο ανοιξιάτικο κοσμαντάμωμα σε μια εποχή πυκνοκατοικημένης μοναξιάς. Για να μη σβήσουν τα καντήλια της μνήμης, του εθίμου και της παράδοσης, πρέπει αυτή την άγια μέρα της Λαμπρής όλοι να σμίγουμε εκεί, στο ξωκλήσι της Φανερωμένης, τραγουδώντας το «Πατέρες-Πατέρες» γύρω από τα ανθισμένα κλωνάρια της λυγερόκορμης  κουτσουπιάς, που σύμφωνα με την παράδοση, θεωρείται το δένδρο που κρεμάστηκε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης μετά την προδοσία του Κυρίου του.

Δημήτρης  Μ.  Φίλιος

Οικονομολόγος - Εκπαιδευτικός


Τέλος

Ο Ξέφυλλος των καλαμποκιών !!!!!



Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, βιώματα που σημάδεψαν τη ζωή μου και γεγονότα που θα πρέπει να θυμούνται οι τωρινοί αλλά και να γνωρίζουν οι επερχόμενες γενιές μου φώναξαν να γράψω μερικές Μικρές Ιστορίες του χωριού….Έτσι για να μην ξεχνάμε…
Ο ήλιος έγερνε αργά-αργά στην αγκαλιά της Δύσης και τα πουλιά βιαστικά πέταγαν προς τις φωλιές τους, να κουρνιάσουν μέχρι το άλλο πρωινό και πάλι να ξεχυθούν στον κάμπο να μαζέψουν όσα σπυριά  απομείνανε από τις μαζεμένες καλαμποκιές του περασμένου μήνα.
Τα παιδάκια του χωριού ,με χαρούμενες φωνούλες  ,έτρεχαν ακόμη στους δρόμους προτού νυχτώσει για τα καλά ,και κουρνιάσουν και αυτά στις ψάθες με τις χοντρές φλοκάτες .
Τα παλικάρια με το τσιγαράκι στο χέρι ,χτενισμένα και περιποιημένα ,μετά από μια κουραστική μέρα, άλλος  στα χωράφια να μαζέψει τα τελευταία τριφύλλια, άλλος στο μεροκάματο και άλλος με τα πρόβατα κατηφορίζουν τα στενά σοκάκια του χωριού προς την πλατεία και τα καφενεία να πιούν κανένα τσίπουρο φετινής σοδιάς ,κρασάκι κόκκινο και να περιμένουν τα κορίτσια  στο δρόμο τους για το πηγάδι, με τις βαρέλες και τα φουτσέλια στον ώμο να πάνε για νερό.
Εκεί αντάλλασαν ματιές, πονηρές και κρυφά χαμόγελα και γελούσαν με μερικές τσιούπρες που με σηκωμένο κεφάλι ,λες και είχαν καταπιεί κανένα καδρόνι, δεν γύριζαν να κοιτάξουν τα αγόρια ,ούτε καν στο πλάι ,για να δείξουν καλή διαγωγή και τιμιότητα.
Εκεί τα παλικάρια ξεκαρδίζονταν στα γέλια και το τι άκουγαν δεν λέγεται….
Σαν γέμιζαν τις βαρέλες και τα φουτσέλια με νερό τα κοριτσόπουλα γύριζαν στα σπίτια τους ,άλλες ικανοποιημένες και χαρούμενες γιατί είδαν το αγόρι που λαχταρούσαν και άλλες ,οι τίμιες, ικανοποιημένες πως δεν έδωσαν δικαίωμα στην μικρή κοινωνία του χωριού.
Και σαν νύχτωνε για τα καλά, τα παλικαράκια  ρωτούσαν ο ένας τον άλλο.
-Ποιος έχει ξέφυλλο απόψε ρε; Άντε να πάμε να κάνουμε καμιά πλάκα.
-Έχει στο σπίτι της Μαρίας έμαθα ,αλλά και στης Γεωργίας από πάνω
Ωχ λέει ο Νίκος… εγώ δεν έρχομαι ,μου έταξε πολύ ξύλο ο πατέρας της άμα γυρίσω και την ξανακοιτάξω.
-Έλα ρε Νίκο όλοι παρέα θα πάμε, σιγά μην τολμήσει και σε πειράξει, θα πάμε να βοηθήσουμε στον ξέφυλλο όπως κάνουμε και στα άλλα σπίτια.
Κάνοντας το δύσκολο και ο Νικόλας και με λίγες σπρωξιές, τάχα-τάχα πως δυσκολευόταν ξεκίνησαν για το σπίτι της Μαρίας.
Από μακριά άκουγαν τις κοπέλες να τραγουδάνε και έστηναν αυτί να ξεχωρίσουν τις φωνές, ψάχνοντας νοερά για την κοπέλα της καρδιά τους, ευχόμενοι να είναι και αυτή στον ξέφυλλο.
Σαν έφτασαν στο σπίτι της Μαρίας ,οχτώ παλικαράκια, κοντοστάθηκαν να αποφασίσουν ποιος θα μπει πρώτος στην αποθήκη με τα στοιβαγμένα καλαμπόκια, δεν κράτησα τη σειρά ποιός μπήκε πρώτος η δεύτερος, τελευταίος πάντως μπήκε ο Νικόλας με το κεφάλι κατεβασμένο.
Σαν μπήκαν στην αποθήκη τα παλικαράκια ένα - ένα, το τραγούδι σταμάτησε και τα κοριτσόπουλα με τα χρωματιστά μαντήλια στο κεφάλι τους χαμήλωσαν τα μάτια και κρυφοκοίταζαν χαμογελαστές ,ρίχνοντας κλεφτές ματιές η κάθε μια στο λεβέντη της.
-Γεια σας και χαρά σας και του χρόνου πιο πολλά καλαμπόκια καλλίτερη σοδιά μπάρμπα, αναφώνησαν όλοι λες και ήταν σε χορωδία.
Καλώς τα παλικάρια είπε ο Κύρ-Κώστας ο πατέρας της Μαρίας και κοίταζε λοξά το Νικόλα, αλλά χωρίς κακία και έχτρα.
Κάθισαν άλλος στη μια γωνιά, άλλος στην άλλη ,ανακατεμένοι με τα κορίτσια και τους γείτονες της Μαρίας  και άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα καλαμπόκια ,πετώντας τα φύλλα πίσω τους και τον καρπό μπροστά κάνοντας σιγά – σιγά σωρό με τις καλαμποκιές και το τραγούδι άναψε πάλι για τα καλά .
Ξέφευγε που και πού κανένα καλαμπόκι ,κατά λάθος, και έπεφτε στις ποδιές των κοριτσιών σαν είχαν αυτή την ευκαιρία και δεν τους έβλεπαν οι μεγαλύτεροι, και τα χαμόγελα με νόημα που μόνο αυτά καταλάβαιναν ,κυλούσαν οι ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα.
Κατά τις δώδεκα μεσάνυχτα, σηκώθηκε η Κυρά-Βασιλική ,η μάνα   της Μαρίας και λέει., ώρα για φαγητό νηστικό αρκούδι δεν χορεύει και νηστικά παλικάρια και κορίτσια δεν δουλεύουν, εμπρός όλοι στις τάβλες στο μαγειρείο.
Πέταξαν τα φύλλα από πάνω τους όλοι και τινάζοντας τα μουστάκια από τα καλαμπόκια, πήγαιναν ένας-ένας στις τάβλες που είχαν στρωθεί με την υπέροχη φασουλάδα, κρεμμύδι ,ελιές και χωριάτικο ζυμωμένο  καθάριο ψωμί.
Τελευταίος πάλι ο Νικόλας, ντροπαλός και προσεκτικός μην προκαλέσει τον Κυρ-Κώστα τον πατέρα της Μαρίας και ακούσει καμιά κουβέντα βαριά και τον ντροπιάσει στους άλλους.
Τον κοίταζε ο Κυρ-Κώστας ,τον ζύγιζε από πάνω μέχρι κάτω, του άρεσε και η συμπεριφορά του και χαμογελώντας πήγε δίπλα του.
Δεν μου λες ρε Νικόλα , του λέει, εσύ δεν μιλάς απόψε ,δεν λες τίποτε;
-Τι να πω Κυρ-Κώστα, άμα μιλήσω και πω αυτά που θέλω μπορεί να με σκοτώσεις όπως είπες.
Παίρνει μια βαθειά ανάσα ο καημένος ο Νικόλας, σηκώνεται από την τάβλα και με δυνατή φωνή λέει στον Κυρ-Κώστα.
Λοιπόν δεν πάει άλλο, εγώ πεθαίνω κάθε μέρα, δεν αντέχω άλλο, αγαπάω τη Μαρία και θέλω να την κάνω γυναίκα μου και για να ξέρεις και η Μαρία με αγαπάει….. και σταματάει απότομα περιμένοντας την οργή του Κυρ-Κώστα.
Έστριβε το μουστάκι του ο Κυρ-Κώστας, τον κοίταζε πως ήταν χλομιασμένος  ο καημένος ο Νικόλας, χαμογελάει και του λέει.
Άιντε ορέ  Νικόλα, άμα είναι έτσι τα πράγματα και αγαπιέστε τι να πω εγώ;
Με την ευχή μου ορέ παλιοζάγαρο ,είσαι καλό παιδί και μου χρειάζεται ένα παλικάρι σαν και σένα για τη Μαρία μου.
Το τι έγινε δεν λέγεται.
Ο Νικόλας με μια δρασκελιά πήδηξε την τάβλα και βρέθηκε κοντά στη Μαρία που είχε γίνει κατακόκκινη σαν παπαρούνα . Την αγκάλιασε τη φίλησε στο μάγουλο και δεν την άφηνε από τη χερούκλα του .
Τα κορίτσια έπιασαν το χορό, τα παλικάρια γελούσαν και αγκάλιαζαν τον Νικόλα και τα πειράγματα πήγαιναν σύννεφο.
  Οι κούπες με το ωραίο κρασί του Κυρ-Κώστα άδειαζαν συνεχώς και το γλέντι άναψε για τα καλά .Η Κυρά-Βασίλω η μάνα της Μαρίας πετούσε από τη χαρά της, τα ήξερε όλα από την Μαρία αλλά δίσταζε να κάνει κουβέντα με τον άντρα της τον Κυρ-Κώστα για το Νικόλα.
Ο χορός καλά κρατούσε και ο ξέφυλλος πάει περίπατο. Μέχρι τα ξημερώματα όλοι χόρευαν και έπιναν λες και ήταν αρραβώνες.
Κοντά στο γλυκοχάραμα  λέει ο Κυρ-Κώστας.
-Άιντε ορέ στα σπίτια σας τώρα, ο ξέφυλλος ας περιμένει άλλο βράδι, σήμερα έχω χαρά μεγάλη και δεν νοιάζομαι για καλαμπόκια αλλά για τη Μαρία μου και το Νικόλα.
Ένας- ένας  αποχαιρετούσαν  το Νικόλα και τη Μαρία ……….
Καλά στέφανα , να ζήσετε ,μπράβο Κυρ-Κώστα ,Κυρά Βασιλική να τους χαίρεσαι……
Έφυγαν όλοι και έμεινε πάλι τελευταίος ο Νικόλας όπως πάντα αλλά τώρα θα μπαίνει πρώτος και θα φεύγει πάντα τελευταίος στο σπίτι της Μαρίας του…….
Έτσι ξεκίνησε μια όμορφη εποχή για τη Μαρία και τον Νικόλα ,παντρεύτηκαν, έκαναν και τρία παιδιά και ζουν ακόμη ευτυχισμένοι με όμορφα γεράματα …….


Το παλιό πηγάδι του χωριού



Θα ήθελα να γράψω δυό λόγια,να ζωντανέψω αναμνήσεις από τα παλιά,να γράψω για το παλιό πηγάδι κάτω από τον αιωνόβιο γερο-πλάτανο ,να φέρω στη θύμηση μας εικόνες .........

Το πηγάδι της εποχής μας,με το κρυστάλλινο παγωμένο νερό το Καλοκαίρι,που δρόσιζε όλο το χωριό,κάθε διαβάτη διψασμένο και αποκαμωμένο από τη ζέστη και τη σκληρή δουλειά στα χωράφια ,με το σκάλισμα,το όργωμα και το μάζεμα της σοδιάς,κάθε εργάτη και ξένο που πέρναγε ο δρόμος του ......

Βλέποντας τη φωτογραφία νοιώθω πως είμαι εκεί,μικρό παιδί καβάλα στη φοράδα μου,με τα φουτσέλια κρεμασμένα στο σαμάρι και τον κουβά να χτυπά,έτοιμος να ξεπεζέψω να ρίξω τον κουβά μέσα στο πηγάδι και να βγάλω κρύο νερό να γεμίσω τα φουτσέλια και με χαρά να γυρίσω πίσω στο χωράφι να δροσιστούν και να ξεδιψάσουν οι γονείς μου ,τα αδέρφια μου και οι εργάτες απο το κρυστάλλινο νεράκι.....

Χαμός γύρω από το πηγάδι,φωνές και γέλια από τις ακάματες και καλοκάγαθες γυναίκες και κοπέλες του χωριού, που γέμιζαν τις βαρέλες και τους τενεκέδες με νερό, για τη λάτρα του σπιτιού όπως έλεγαν αλλά και για το ξεδίψασμα με το κρυστάλλινο νεράκι Καλοκαιριάτικα,μια και τότε δεν υπήρχαν ψυγεία .......

Θυμάμαι τις προτροπές από τους πιό παλιούς,που έλεγαν,κάντε οικονομία στο νερό θα έρθει το Πανηγύρι το 15Αύγουστο και δεν θα έχουμε σταγόνα νερό,τι θα απογίνουμε;

Όμως κανείς δεν υπάκουγε αν και ήξεραν και από άλλες χρονιές πως τα λόγια των γερόντων ήταν σωστά και θα ξεμέναμε και πάλι στο Πανηγύρι......

Έπρεπε να πάρουν μέτρα,να φυλάξουν το νερό και με το Δελτίο όπως έλεγαν να πέρνουν ισα - ισα για τις μεγάλες ανάγκες του σπιτιού.

Ποιος δεν θυμάται τον Μπάρμπα Χρήτο το Φίλιο που με τη μαγκούρα του γινόταν ο φύλακας του πολύτιμου αγαθού,καθισμένος κάτω από τον γέρο-πλάτανο και πολλές φορές με τις αλυσίδες σφράγιζε το πηγάδι και κλείδωνε το καπάκι,μέχρι να μαζέψει και πάλι νερό και να αρχίσει και πάλι τη διανομή του στις καρτερικές νοικοκυρές που περίμεναν με τις βαρέλες ζαλωμένες να τις γεμίσουν.

Θυμάμαι τις απογευματινές ώρες τα κορίτσια του χωριού άλλες σε ηλικία της παντρειάς και άλλες μικρότερες,από τα στενά σοκάκια του χωριού ξεπρόβαλαν με τα φουτσέλια στους ώμους,φορώντας ότι καλλίτερο είχαν,για να τις δουν και τα αγόρια περιποιημένες και έφταναν στο πηγάδι με κρυφές ματιές γύρω τους και κλεφτά χαμόγελα όπου ήθελαν,έπαιρναν το νεράκι και σιγά σιγά λες και έκαναν τον περίπατο τους έτσι για να λείψουν από το σπίτι περισσότερο,γύριζαν στο φτωχικό και με τη λάμπα πετρελαίου αναμμένη,έπλεκαν την προίκα τους ή κεντούσαν στο μισοσκόταδο μια και δεν είχαν άλλη ευκαιρία την ημέρα,αφού έτρεχαν για τις δουλειές του σπιτιού και του χωραφιού.

Περνούσε το Καλοκαίρι,έφτανε ο Χειμώνας και στις Γιορτές,τα Θεοφάνεια όλο το χωριό ήταν εκεί στο πηγάδι,να ρίξει ο παππάς το Σταυρό μέσα να καθαγιαστούν τα νερά και μετά να γεμίσουν οι κυράδες τις κανάτες τους με το Αγιασμένο νερό να ραντίσουν το σπίτι,και όλα τα ζωντανά για Ευλογία.......

Πόσες και πόσες αναμνήσεις,πόσα και πόσα θα μπορούσε κανείς να γράψει για το πηγάδι........

Ίσως βρεθεί και κάποιος άλλος ,πιό λόγιος και γραμματιζούμενος που με πένα καλή και διήγηση από όσους θυμούνται περισσότερα,γράψει κάτι καλλίτερο......

Νίκος Κ.Παπαχρήστος

Η Λαχανού των Λογγάδων



Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, βιώματα που σημάδεψαν τη ζωή μου και γεγονότα που θα πρέπει να θυμούνται οι τωρινοί αλλά και να γνωρίζουν οι επερχόμενες γενιές μου φώναξαν να γράψω μερικές Μικρές Ιστορίες του χωριού….Έτσι για να μην ξεχνάμε…

Η Κυρά Γεωργία Π. (ο Θεός να τη συγχωρήσει), το πρώτο μαχαίρι στον κάμπο.

Ο φόβος και ο τρόμος των λιβαδιών και των χέρσων χωραφιών.

Μην πάει ο νους σας σε μαχαιροβγάλτη ,λάχανα μάζευε η καψερή στον κάμπο . Δεν την έφτανε κανείς στο ξεκοίλιασμα της γης και στο μάζεμα. Γέμιζε τρία τσουβάλια λάχανα μέχρι το γιόμα.

Φορτωμένη σε ζαλίκι, τα τσουβάλια με τα λάχανα ,σκυφτά σκυφτά τα έφερνε στο χωριό και καθισμένη κατάκολα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο κάτω από τα ψαχνά της,άρχιζε με το μαχαίρι να κόβει τις ρίζες και να καθαρίζει τα σαπίλια από τα λάχανα που μάζεψε. Τα έβαζε μετά σε μεγάλα ψάθινα κοφίνια ,τα έπλενε και τα σκέπαζε με μια πρόχειρη άσπρη μαντίλα ,έτοιμα για την Λαϊκή αγορά στα Γιάννενα.

Ήταν χρόνια δύσκολα, δρόμος δεν πήγαινε στα Γιάννενα ,αυτοκίνητα λίγα και αυτά σαράβαλα ,απομεινάρια από τον πόλεμο του 40.

Η μόνη συγκοινωνία με την πόλη ήταν οι Βάρκες (οι Βεντζίνες) όπως τις έλεγαν, που ξεκίναγαν από το σκάλωμα (λιμάνι του χωριού) και σε 30 λεπτά περίπου έφταναν στα Γιάννενα και έπιαναν λιμάνι στη σκάλα, εκεί που είναι τώρα τα μπαράκια « Τα Ναυτάκια».

Η Λαϊκή αγορά ήταν κατά μήκος του κάστρου στα Γιάννενα και όλοι οι Λογγαδιότες άπλωναν τα ζαρζαβατικά τους κατά μήκος, από τα χαράματα για να πουλήσουν, άλλος ντομάτες, πεπόνια, καστραβέτσια (αγγουράκια) φασουλάκια ,χειμουνκά (καρπούζια) και μέσα σε όλους και η Κυρά Γεωργία με τα λάχανα που μάζεψε στον κάμπο, σέρνοντας τις πάνινες σακούλες και με την παλάντζα (ζυγαριά) κρεμασμένη στον ώμο ,πάνω κάτω φώναζε με όση δύναμη της είχε απομείνει ….Λάχανα πάρτι λάχανα άγρια ,μαζιμένα απ τα χεράκιαμ…πάρτι λάχανα.

Δεν είχε μόνιμο στέκιστη Λαϊκή η Κυρά Γεωργία, γιατί δεν είχε και άδεια σαν παραγωγός. Ήταν Πειρατής της Λαϊκής, μα παρόλα τα γεράματά της ξουράφι στο μυαλό και παμπόνηρη.

Εκεί που διαλαλούσε τα λάχανα της πάνω κάτω και είχε σχεδόν ξεπουλήσει, της είχε μείνει μόνο μισό τσουβάλι λάχανα, να και στέκεται μπροστά της ο Χωροφύλακας!!!

-Έχεις άδεια γιαγιά να πουλάς λάχανα............ τη ρώτησε.

Εκείνη έκανε πως δεν άκουσεκαι συνέχισε να περπατάει.

Ο χωροφύλακας της φώναζε από πίσω της πιο δυνατά.

- Γιαγιά σταμάτα γιατί θα σε πάω Αυτόφωρο…μην μου κάνεις εμένα την κουφή.

Και σαν δεν έπαιρνε καμιά απόκριση από την Κυρά Γεωργία ,αγριεμένος την πιάνει από την αλυσίδα της παλάντζας και την τραβάει να σταματήσει.

-Μέσα της λέει πάμε μέσα στο Τμήμα ,θα σε πάω Αυτόφωρο,μου κάνεις και την κουφή,εγώ δεν τα σηκώνω αυτά.

Μπροστά ο χωροφύλακας ,πίσω η Κυρά Γεωργία ,σέρνοντας το τσουβάλι με τα λάχανα που απέμειναν και την παλάντζα στην πλάτη να χτυπά ρυθμικά η αλυσίδα στο πιάτο, πήραν το δρόμο για το Τμήμα και στη συνέχεια για το Δικαστήριο.

Παρέδωσε τη Δικογραφία ο χωροφύλακας με το κατηγορητήριο στην έδρα του Αυτοφώρου ,έβαλε και την Κυρά Γεωργία να καθίσει στο έδρανο της κατηγορουμένης, πάντα με το τσουβάλι και την παλάντζα μαζί της και περίμεναν το δικαστή να εκδικάσει το σοβαρό αυτό έγκλημα.

Μπαίνει ο Πρόεδρος του δικαστηρίου μέσα, ανεβαίνει στην έδρα κοιτάζει το φάκελο με τη δικογραφία και φωνάζει το όνομα της κατηγορουμένης.

-Γεωργία Π……………

Ανάσα δεν έβγαζε η Κυρά Γεωργία

-Γεωργία Π…………. ποια είναι δεν είναι εδώ? Ξαναρώτησε ψάχνοντας με το βλέμμα του την αίθουσα του δικαστηρίου.

Ο χωροφύλακας που καθόταν δίπλα της της λέει.

-Εσένα φωνάζει σήκω επάνω και πες παρούσα.

Σηκώνεται η Κυρά Γεωργία σέρνοντας ξοπίσω της το τσουβάλι με τα λάχανα και με την παλάντζα να χτυπά ρυθμικά και λέει στον Πρόεδρο.

-Εμένα φωνάζεις ορέ καλόπαιδο?

Κόκαλο ο Πρόεδρος με το θέαμα.

-Ναι εσένα φωνάζω τι έχεις να απολογηθείς? Τι έκανες?

Εγώ ορέ καλόπαιδο, πούλαγα αυτά τα λαχανάκια κι μίφεραν ιδώ ,δεν ξέρω γιατί.

Μούμναν κι αυτά τα λίγα απούλτα, μήπους θέλς κι σύ κανά δυό ουκάδις να μη τα σιργιανάου άλλου?

Εξοργισμένος ο Πρόεδρος γυρίζει προς το όργανο το χωροφύλακα και του λέει.

-Τι την έφερες εδώ βρε χαμένε άλλη δουλειά δεν είχες να κάνεις και βρήκες αυτή τη χαζή και την ταλαιπωρείς και μας απασχολείς κι εμάς.

-Πηγαίνετε κυρία μου …ΑΘΩΑ λέει ο Πρόεδρος.

Το τσουβάλι να σέρνεται και πάντα με την παλάντζα στον ώμο η Κυρά Γεωργία έβγαινε από τον οίκο της Δικαιοσύνης και μέχρι να φτάσει στο δρόμο είχε ξεπουλήσει όλα τα λάχανα στους παρευρισκομένους εκτός Δικαστηρίου που άκουσαν την διαδικασία της δίκης και λυπήθηκαν την καημένη τη γριούλα.

Κι εκεί στα ξεχωρίσματα με το χωροφύλακα γυρίζει η παμπόνηρη γριούλα και του λέει....

Άμα θέλεις ξαναπήγενε με κατηγορούμενη…..θα φάς ξύλο από τον Πρόεδρο βλάκα ,παλιόβλακα, χαμένε ,όπως σε είπε και ο κυρ-Δικαστής.

Χαμογελώντας κρυφά που κέρδισε τη δίκη κάνοντας τη χαζή και βγάζοντας το χωροφύλακα πιο χαζό, με το άδειο τσουβάλι στον ώμο και την παλάντζα μέσα ,κατηφόριζε γιατη σκάλα ( το λιμάνι), να πάρει την πρώτη βάρκα και να γυρίσει στο χωριό με τα λίγα λεφτουδάκια  που μάζεψε και τη σιγουριά πως δεν θα την ενοχλήσει κανείς πια μετά το πάθημα του χωροφύλακα.
  

Τα λαζαρούδια του κάμπου στις γειτονιές των Γιαννίνων


Η Άνοιξη είναι η εποχή που η μοσχοβολημένη φύση γεννάει, η πλάση δημιουργεί, καρποδένει και χαίρεται. Έρχονται οι πελαργοί, τα χελιδόνια, και όλοι οι πρόσφυγες των κλιματικών αλλαγών για να ξεκαλοκαιριάσουν στην πανέμορφη πατρίδα μας. Η κακοκαιρία τα ξεριζώνει από το τόπο τους και το ένστικτο της αυτοπροστασίας τα οδηγεί προς τα δω.

Κάπου εκεί στα μέσα αυτής της εποχής και στην αρχή της Σαρακοστής, τα δασκαλοπαίδια των μεγαλύτερων τάξεων του χωριού, ετοιμάζονται για το λάζαρο. Μαζεύονται στους μαχαλάδες και φτιάχνουν τις ομάδες για να πουν τα τραγούδια των ημερών. Συζητάνε για τα κυπριά, τα κουδούνια, πόσα και πόσο μεγάλα θα είναι, από ποιόν τσέλιγκα θα τα δανειστούν, πού θα βρουν κυπροσανίδα, πώς θα τα καρφώσουν, ποιός θα τους δώσει κρανόξυλο για να την στηρίξουν, ποιοί θα πάνε στο μοναστήρι να προμηθευτούν βάγια για να στολίσουν το σταυρό και άλλα πολλά.

Ο Φώτης, ένα από τα καλύτερα λαζαρούδια στο χωριό, έχει κυπριά από τα πρόβατα του παππού του. Δυο μεγάλα δίγλωσσα και δυο μικρότερα μονά. Κάθε χρόνο καταφέρνει να ταιριάξει τους ήχους. Έχουν πολλά γκεσέμια στο κοπάδι, οι βοσκοί ξέρουν από λάλημα κυπριών και του διαλέγουν τα καλύτερα. Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά τα λαζαροτράγουδα και έχει καθαρή και δυνατή φωνή. Τα βράδια παίρνει την παρέα του, τρία-τέσσερα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίνει στην πάνω Χάϊδω, μια όμορφη σιαδιά, δίπλα από το εκκλησάκι του Αϊ -Λια. Εκεί, κάτω από την λαγαρή φεγγαράδα και ανάμεσα από την μαγεία της ανοιξιάτικης νύχτας και τη μυρουδιά του θυμαριού αρχίζουν τις πρόβες. Η φωνή των παιδιών τις πρώτες βραδιές είναι δυνατή αλλά ασυντόνιστη. « Ο Λάζαρος απέθανε εδώ και τρεις ημέρες, τρεις μέρες ήταν άρρωστος, τρεις μέρες πεθαμένος,» λέει το τραγούδι. Ο ήχος των κυπριών βαρύς, καθαρός, έχει ρυθμό και ακούγεται σ’ όλο το χωριό.

Μετά το σούρουπο, μόλις θαμπώσει για τα καλά, άλλες παρέες ανταμώνουν στον πέρα μαχαλά, είναι  η κομπανία του Αριστείδη. Εκεί στο ύψωμα του Αϊ -Θανάση κάτω από την τσαπουρνιά, κάνουν αντίπραξη στους ήχους των άλλων με κυπροκούδουνα. Η λαζαροσανίδα τους, κεντημένη με μεράκι, έχει καρφωμένα πάνω της δυο κυπριά μπροστά και δυο κουδούνια στην πίσω σειρά, όλα παρμένα από το κοπάδι του σπιτιού. Τα διάλεξε ο ίδιος ο πατέρας του που κατέχει από ήχους κουδουνιών. Ένα μεγάλο κυπρί, ένα μεσαίο και δυο μικρά κουδούνια είναι ο καλύτερος συνδυασμός για λαζαροκυπροκούδουνα. Αρχίζουν το τραγούδισμα τα παιδιά του Αϊ -Θανάση, κάτω από την αστροφεγγιά, δίπλα στα μνήματα, παρέα με τ’ αναμμένα καντήλια, χωρίς να φοβούνται τους πεθαμένους και τα φαντάσματα της νύχτας. Λένε το «κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο……… Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε και είσαι σταυρωμένος ……….Οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι».

Σταματάνε για λίγο τα λαζαρούδια του Αϊ -Λια και ακούνε με προσοχή τα τραγούδια των παιδιών του Αϊ -Θανάση. Ξεκουράζονται οι παρέες του Αϊ -Θανάση και αρχίζουν τα λαζαρούδια του Αϊ -Λια. Τραγούδια λυπητερά, μιλάνε για το Λάζαρο, το Χριστό, το σταυρό, τα καρφιά, τον τάφο του, τη Μάρθα και τη Μαρία. Παλιά λαζαροτράγουδα, ανασυρμένα από τα ξεκλειδωμένα σεντούκια της παράδοσης. Οι χωριανοί ανοίγουν τα πορτοπαράθυρα βγαίνουν στις αυλές, ακουμπάνε στα πέτρινα πεζούλια και ακουρμένονται με ευχαρίστηση τα λαζαροπαίδια που τραγουδάνε. Οι παλιότεροι θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, κάνουν συγκρίσεις και προσπαθούν να ταυτίσουν πρόσωπα και φωνές με το σήμερα και το χθες. Στις φλέβες, μαζί με το αίμα, κυλούν και οι μνήμες. Δεν τελειώνεις εύκολα με τα τρανταχτά γεγονότα της νιότης και όσο εσύ πιστεύεις πως τα σβήνεις, εκείνα δεν φεύγουν.

Τα λαζαροπαίδια ή τα λαζαρούδια, όπως επικράτησε να τα λέει ο απλός κόσμος, την παραμονή του Λαζάρου, φέρουν γύρα το χωριό και τραγουδάνε σε κάθε αρχοντικό αλλά και σε κάθε φτωχικό κονάκι. Ανήμερα της γιορτής πάνε στα Γιάννενα, γυρίζουν τις γειτονιές του Κάστρου, του Κουρμανιού, της Σιαράβας, τα ξυλάδικα, τα μανάβικα, τα μπακαλιά, τα εμπορικά της αγοράς και λένε το λάζαρο. Με ρυθμό κουνάνε την κυπροσανίδα και με μελωδική φωνή τραγουδάνε. Τα φράγκα, τα δίφραγκα, και κάπου-κάπου τα πεντάδραχμα γεμίζουν τις τσέπες των παιδιών. Οι Γιαννιώτες τα καλοδέχονται. «Από πού είστε καλόπαιδα», φωνάζει κάποιος μαγαζάτορας στα λαζαρούδια. «Από τον κάμπο απέναντι», απαντούν τα λαζαροπαίδια, «ήρθαμε από το πρωί στο λιμάνι της Σκάλας, με την πρώτη βάρκα, να σας πούμε το λάζαρο, να σας ευχηθούμε καλό Μεγαλοβδόμαδο και καλή Ανάσταση. Τα ξέρουμε όλα τα τραγούδια. Τα τραγουδάμε, μέρες τώρα, τα βράδια στο χωριό».

Το κορμί τους ανάβει από τα τρεχάματα, γιατί πρέπει να προλάβουν να χτυπήσουν κ’ άλλες πόρτες μέχρι το μεσημέρι. Ο ιδρώτας στάζει και το αίμα τους κοχλάζει από το πολύ γκεζέρισμα. Η φωνή τους βραχνιάζει από το ρυθμικό νανούρισμα των πένθιμων τραγουδιών. Με τα κυπριά παραμάσχαλα γυρνάνε στους δρόμους και τα στενοσόκακα λέγοντας αλησμόνητα τραγούδια που κρατάνε ακόμα ζωντανή την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Τραγουδάνε για το Θεό τους, τον αναστημένο Λάζαρο, το σταυρωμένο Χριστό τους. Θα τα πούνε στο Δήμαρχο, το Νομάρχη, στους παπάδες της Μητρόπολης και, αφού κάνουν τα ψώνια τους από το χαρτζιλίκι που μάζεψαν, γυρίζουν με την τελευταία βάρκα από τα Γιάννενα στο καμποχώρι κουβαλώντας εμπειρίες. Μολογάνε ιστορίες, σχολιάζουν εικόνες, πράγματα και καταστάσεις από το ολοήμερο, ασιγούρευτο σεργιάνισμα στην όμορφη μεγαλούπολη. Τα μικρότερα της παρέας, ίσως να νταραβερίζονται και για πρώτη φορά με τα λαζαρούδια Έχουν όμως εμπιστοσύνη στα μεγαλύτερα που πήγαν και πέρυσι και πρόπερσι. Είναι θαρραλέα και περήφανα παιδιά. Δεν διστάζουν να ζητήσουν να πουν το λάζαρο, δεν αισθάνονται αμήχανα γιατί δεν φοράνε καλά ρούχα, ούτε άβολα που κατάγονται από χωριό .Είναι οι νοικοκυρεμένοι μικροί ονειροπόλοι, οι ταξιδιώτες του εθίμου, οι χαμογελαστοί τροβαδούροι της παράδοσης. Έχουν καλούς γονείς και άριστους δασκάλους, έμαθαν από το σπίτι και το σκολειό τους τρόπους συμπεριφοράς, έχουν αξιοπρέπεια και εκπέμπουν ένα αγνό επαρχιώτικο ήθος, μια αληθινή ευγένεια.

Είναι οι νεολαίοι που σε λίγο θα αφήσουν τον τόπο τους και θα πάνε σ’ ένα από τα γυμνάσια της πόλης να μάθουν γράμματα και να μορφωθούν, τέχνες για να ζήσουν καλύτερα. Θα μπορούν από δωδεκάχρονα να πλένουν, να μαγειρεύουν, να πορεύονται μόνα τους. Είναι παιδιά έξυπνα, με πείσμα και θέληση για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μακάρι η Παναγία να βοηθήσει αυτούς τους μικρούς λαμπαδηδρόμους της παράδοσης να βρουν κουράγιο και δύναμη για να εκπληρώσουν τα όνειρά τους.

                                                                        Δημήτρης  Μ.  Φίλιος

                                                  Οικονομολόγος  Καθηγητής  Δ/θμιας  Εκπ/σης 


Μοναστήρι Ντουραχάνης


Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά  να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...
Δίπλα από το καμποχώρι των Λογγάδων, απέναντι από τα τζαμιά της πόλης των Ιωαννίνων, στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης Παμβώτιδας,  είναι χτισμένο το ξακουστό μοναστήρι της Παναγίας της Ντουραχάνης ή όπως το λένε οι ντόπιοι της Παναγιάς της Ντουραχανιώτισσας.
Χτίστηκε από τον Ντουραχάν πασά της Θεσσαλίας γιατί το 1434 πέρασε νύχτα με το στρατό του την παγωμένη λίμνη χωρίς να το καταλάβει και το θεώρησε θαύμα της Παναγίας (υπήρχε ένα εικόνισμα της Παναγίας εκεί). Είναι άγνωστο πότε πήρε τη σημερινή του μορφή το μοναστήρι μιά και το 1611 έγιναν από τους Τούρκους καταστροφές στα θρησκευτικά μνημεία.
           Ένα πανέμορφο μοναστήρι που η γεωγραφική του θέση του προσφέρει ξεχωριστή γοητεία. Μόλις το αντικρίσει κανείς  από μακριά, αισθάνεται την ανάγκη να το επισκεφτεί, όταν το πλησιάσει, αντιλαμβάνεται την χάρη της Παναγίας να τον ακουμπάει και την ψυχή του να ξαλαφρώνει.
Παλιό πέτρινο μοναστήρι, με άσπρη πελεκημένη πέτρα αρμονικά δεμένη με το τοπίο που το φιλοξενεί. Η αυλή του πλακοστρωμένη με τα παλιά πεζούλια έτοιμα για να ξεκουράσουν τον επισκέπτη. Οι γέρικες κληματαριές κρέμονται από τα ξύλινα χαγιάτια των μισογκρεμισμένων κελιών. Το γερασμένο κυπαρίσσι γερμένο πάνω στη στέγη, φιλοξενεί στα καταπράσινα φυλλώματα τα πλήθη των σπίνων, που ψέλνουν μαζί με τους ψαλτάδες και αυτά ύμνους προς την Παναγία.
Στην στέγη του μονοκάμαρου καμπαναριού μια φωλιά φιλοξενεί ένα ζευγάρι πελαργών. Κάτω από το μεγάλο χαγιάτι, σε μια παλιά οριζόντια πατωματίσια γρεντιά, αμέσως μετά την αυλόπορτα, ο επισκέπτης εύκολα διαβάζει μια επιγραφή γραμμένη με μαύρα ευανάγνωστα γράμματα: «Πίστευε, αγάπα, συγχώρα και προχώρα στη ζωή σου».
Στη δεξιά πλευρά της αυλής, εκεί στην γωνία πάνω από την στέρνα, ένα μικρό δύσβατο μονοπάτι, ανάμεσα από βράχους, οδηγεί στους θάμνους της βάγιας. Τα μικρά παιδιά του κάμπου άλλοτε, ο δάσκαλος του χωριού τα έστελνε να πάρουν δάφνη να πλέξουν στεφάνια για τις εθνικές γιορτές. Μια κοντούλα καλόψυχη καλόγρια τα περίμενε για να τους ανοίξει τη βαριά, σαπισμένη από την πολυκαιρία αυλόπορτα του μοναστηριού.
Στην αριστερή πλευρά της αυλής κάτω από τους πανύψηλους και απότομους κοφτερούς βράχους δεσπόζει ο ναός, αφιερωμένος στη γέννηση της Θεοτόκου. Κτισμένος με άσπρη, αραδιαστή, αρμολογημένη πέτρα,  με γυριστά πελεκημένα πρέκια στις μπροστινές πόρτες του, με μαύρη πλάκα σκεπασμένος, αντιστέκεται, ανάμεσα από τις πουρναριές, εκατοντάδες χρόνια τώρα, σε πείσμα της φύσης που όλα θέλει να τα αλλάζει. Ευλογημένο καταφύγιο, προσφέρει βάλσαμο στον πονεμένο και ξεκούραση στον περαστικό διαβάτη.
Το καθολικό - απλός τρίκλιτος ναός με κεντρικό αβαθύ τρούλο και υπερυψωμένο κλειστό νάρθηκα - με αγιογραφημένους τοίχους και σκαλιστό ξύλινο τέμπλο, με την εικόνα της Παναγίας γεμάτη τάματα, με τα ασημένια καντήλια πάντα αναμμένα, προκαλεί δέος και θαυμασμό στον προσκυνητή,  που έρχεται να ασπαστεί την αγία και θαυματουργό εικόνα της Παναγίας.
Στην υποδοχή του κάθε επισκέπτη, πρώτοι και καλύτεροι οι πιστότεροι φύλακες του μοναστηριού, οι αχώριστοι φίλοι του παπα-Θανάση, τα μεγαλόσωμα σκυλιά, με το διερευνητικό βλέμμα τους ψάχνουν τις προθέσεις του κάθε επισκέπτη. Δεν ορμάνε, δεν γαβγίζουν, τον πλησιάζουν, του δείχνουν εμπιστοσύνη και τον συνοδεύουν μέχρι την εξωτερική πύλη του μοναστηριού. Εκεί στα στρογγυλευμένα σκαλοπάτια της αυλόπορτας τον παραδίδουν στην χάρη της Παναγίας, στους συνεργάτες και συνεχιστές του έργου της.
Εικόνες, καντήλια, κεριά, εσωτερικοί και αύλειοι χώροι, ακούραστοι εθελοντές και συνεργάτες, όλα μαζί συνθέτουν την κιβωτό της αγάπης του Θεού. Ο Νώε όμως εδώ δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο της Βίβλου. Είναι ένας απλός άνθρωπος του Θεού που με ήρεμη ανοχή και γλυκιά υπομονή μοιράζει αγάπη στον κάθε πιστό. Είναι ο καλόγερος του μοναστηριού, ο παπα-Θανάσης, ο παπάς του λαού. Η ελπίδα του απλού και ταπεινού ανθρώπου, του φτωχού μεροκαματιάρη αλλά και κάθε χριστιανού. Τα γκρίζα μακριά μαλλιά, η γκριζόλευκη αργεμένη από τα χρόνια γενειάδα, το διεισδυτικό βλέμμα και το κοφτερό μυαλό εμπνέουν εμπιστοσύνη, εγκράτεια, ταπείνωση, ανιδιοτέλεια, αγωνιστικότητα, αρετές ξεχασμένες στο διάβα του χρόνου. Διάκονος της αγάπης, εργάτης της προσευχής, εργολάβος ενός ατέλειωτου κοινωνικού έργου, με προσφορά στο ορφανό, στο φτωχό και το δυστυχισμένο παιδί, ο σεμνός αυτός καλόγερος με το κόκκινο κεντημένο σταυρό στο σκούφο του αγωνίζεται μαζί με το λαό για το λαό. Ο λόγος του απλός, άμεσος, παρμένος από την πείρα της ζωής και την καθημερινότητα, καταργεί τις αποστάσεις και με την πρώτη ματιά σε φέρνει δίπλα του. Διδάσκει με το έργο του, σου ανοίγει την πόρτα της ψυχής του για να ξεκλειδώσεις και συ με την σειρά σου τη δικιά σου ψυχή. Να πεις και να μολογήσεις τα πάθη, το σαράκι και τον πόνο που σε βασανίζει.
Τα παλιά πνευματικοπαίδια του αναθρεμμένα με αρχές, ήθος, ευγένεια και σεβασμό, σκόρπησαν παντού. Βρήκαν δουλειά, έφτιαξαν οικογένειες και με την πρώτη ευκαιρία γυρίζουν εκεί στο μοναστήρι. Ανάβουν κερί στην Παναγία την Ντουραχανιώτισσα, προσκυνάνε την αγάπη της, εκπληρώνουν το τάμα τους και πάνε να δούνε τον παππούλη τους, να ακούσουν την φωνή του, να πάρουν την ευχή του, να αλλάξουν μια γλυκιά, ανθρώπινη κουβέντα με τους ακούραστους συνεργάτες του, τους θαυμάσιους αυτούς ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην προσφορά και την αγάπη για το συνάνθρωπο. Με εγκαρδιότητα και καλοσύνη υποδέχονται τους προσκυνητές. Ανθρώπινες ψυχές, με αληθινή ζωή και μυστικό βίωμα, καθημερινά καταθέτουν και κάτι από την ψυχή τους και τον εαυτό τους στον ταπεινό και ευλαβικό επισκέπτη.
Έξω από το χώρο του μοναστηριού σε μια σειρά από πολυάριθμα κτίρια στεγάζεται και λειτουργεί το ίδρυμα: δημοτικό σχολείο, γυμνάσιο, οικοτροφείο, γηροκομείο, βιβλιοθήκες, αναγνωστήρια, αίθουσες ψυχαγωγίας. Εκατοντάδες ανθρώπινες υπάρξεις βρίσκουν εκεί ψωμί, ύπνο, εκπαίδευση, στοργή και αγάπη. Το εργαστήρι της αγιογραφίας, ο ραδιοφωνικός σταθμός και το λαογραφικό μουσείο, δίνουν μια άλλη διάσταση στο ατέλειωτο έργο των ανθρώπων του μοναστηριού.
Εκεί σμίγουν όλοι μαζί στις μεγάλες γιορτές: Τα Χριστούγεννα να γιορτάσουν τη γέννηση του Θεανθρώπου. Το Πάσχα να πουν το «Χριστός Ανέστη» και να τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά. Στις 8 Σεπτεμβρίου να πανηγυρίσουν το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης της Θεοτόκου. Στη γιορτή του παππούλη να πουν τα «χρόνια πολλά» και να πάρουν την ευχή του και την ευλογία του. Στις λύπες, στις χαρές, είναι εκεί, κοντά στην Παναγία και στους ανθρώπους της, που με τόση πίστη και δύναμη την υπηρετούν.
Εκεί κάτω από το εύσπλαχνο βλέμμα της Μάνας Παναγίας, γίνεται η μοιρασιά της αγάπης στους πονεμένους ανθρώπους. Μπροστάρης ο καλόγερος, ο άγιος αυτός άνθρωπος και παραπίσω οι εθελοντές του - καθηγητές, δάσκαλοι, μάγειροι, οδηγοί, εργάτες, μαθητές - απλοί άνθρωποι της προσφοράς που θυσιάζουν καθημερινά τη ζωή και την ψυχή τους  για τη ζωή και την ψυχή των άλλων.
Απίστευτο για μας τους κοσμικούς, όμως αληθινό για κείνους. Το έργο τους φανερό, γνωστό στην πόλη και την οικουμένη ολάκερη. Η προσφορά και η βοήθεια τους φτάνει από το απλό σπίτι του φτωχού Έλληνα μέχρι την προσφυγιά της Σερβίας. Από το παρατημένο παιδί της χωρισμένης οικογένειας μέχρι την πληγωμένη Αλβανία. Από τον ελεύθερο πολίτη μέχρι και το φυλακισμένο εγκληματία. Έργο κοινωνικό, έργο αγάπης, παραδεκτό και αναγνωρισμένο από όλους. Με τέτοιους ρασοφόρους η κοινωνία μας δένει αρμονικά με το Θεό, παλεύει τα προβλήματα και κερδίζει τον αγώνα για την βελτίωση και την ποιότητα της ζωής. Ο καθένας μας θέλει κάποιον για παράδειγμα. Σ’ αυτό το μοναστήρι ο Γέροντας και οι συνεργάτες του μπορούν να καθοδηγήσουν κάθε ψυχή να βρει τον δρόμο της και να προσφέρει αγάπη στο συνάνθρωπο.
Ο Θεός να τους ευλογεί και να τους χαρίζει υγεία, για να μπορούν με την καλοσύνη τους να ζεσταίνουν τις παγωμένες καρδιές των χιλιάδων πιστών, που καθημερινά επισκέπτονται το μοναστήρι για να λάβουν τη χάρη της Ντουραχανιώτισσας Παναγιάς μας.

Δ. Φίλιος, Οικονομολόγος
(Καμποχωρίτης)


Τέλος